Τρίτη, Ιουλίου 26, 2016

Στα Χανιά

Τις τελευταίες τρεις μέρες ήμουν διακοπές στα Χανιά για τον γάμο της αδελφής μου και τη βάφτιση της κόρης της.

Παρόλο που το πάρε-δώσε με τα Χανιά ήταν συχνό τα τελευταία 15 χρόνια στην οικογένειά μου, εντούτοις ήταν η πρώτη φορά που εγώ τα επισκέφτηκα. Κι αυτό γιατί όλοι πάντα σχολίαζαν ότι μοιάζουν πολύ με την Κύπρο. Γιατί να επισκεφτώ έναν τόπο που μου θυμίζει την Κύπρο; Δεινοπαθώ ήδη αρκετά εδώ, γιατί να πληρώσω για να δεινοπαθήσω κι αλλού; Ουδείς με πληροφόρησε ότι τα Χανιά είναι σαν την Κύπρο, στο πολύ καλύτερο.


Στο γνωστό λιμανάκι, εδώ, που θυμίζει έντονα αυτό της Κερύνειας μας. 

Μα, ενθουσιάστηκα και έχω να το λέω. Όταν η Κύπρος γίνει και επίσημα τουρκικό προτεκτοράτο εγώ θα μετακομίσω στα Χανιά. Δεν ξέρω τι δουλειά θα κάνω και πώς θα πορεύομαι, αλλά τρεις μέρες εκεί ήταν αρκετές για να νιώσω αρκετά οικεία και ταυτόχρονα να νοσταλγήσω την Κύπρο που γνώρισα προ 30ετίας.

Ναι, τα Χανιά έχουν όλα τα καλά: Ωραίο ιστορικό κέντρο, χωρίς όμως τις μύγες, τη βρόμα και τους ναργιλέδες της Λήδρας, υπέροχα, φτηνά εστιατόρια όπου ακόμα και η ντοματούλα μυρίζει διαφορετικά εξ αιτίας του κρητικού ελαιόλαδου, εξαιρετικά καθαρές και δροσερές παραλίες, τόσο που ξεχωρίζεις το ψάρι να κολυμπά στα είκοσι μέτρα βάθος, μα προ πάντων, μία ατμόσφαιρα χωρίς υγρασία! Τρεις νύχτες κοιμήθηκα με ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα και για κλιματιστικό ούτε λόγος. Αντιλαμβάνεσαι, καμία σχέση με τη Σαουδική, καμένη Κύπρο.


Έκανα και τις βουτιές μου. Η υποβρύχια κάμερα έβγαλε προ πολλού τα λεφτά της, αλλά στην Κρήτη την ξεπατίκωσα. 

Πάνω απ’ όλα όμως, στην Κρήτη συνάντησα αξιοζήλευτους ανθρώπους. Με ευγένεια, με μπέσα, με λεβεντιά, με περηφάνια καταγωγής. Κέρασμα από ‘δω, κέρασμα από ‘κει, δώστου ρακές, δώστου φρούτα, δώστου γλυκά. Να τους λες ότι είσαι Κύπριος και να σε ευχαριστούν που στηρίζεις την οικονομία τους. Να χαίρονται που σε βλέπουν, από τους ταξιτζήδες μέχρι την κοπέλα στη ρεσεψιόν. Καμία σχέση με το δικό μας το χωρκαθκιόν που ρέει άφθονο στο DNA μας. Για να καταλάβεις, καλέσαμε ταξί στην παραλία Λουτρακίου, ο ταξιτζής άργησε 15’ και όταν με το καλό έφτασε μας ρώτησε με τη γνωστή προφορά «τσι να κεράσω, π’ άργησα;!» Και να επιμένει και να το εννοεί.

Από χθες με θεωρώ κατά συνείδηση και Έλληνα της Κρήτης.

Πέρασα πάρα πολύ ωραία και δεν το περίμενα. Θα ξαναπάω με την πρώτη ευκαιρία.

Ο γάμος της αδελφής μου, από την άλλη, μού προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα.

Ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που ενοχλήθηκα που απουσίαζε ο πατέρας μου από οικογενειακή τελετή. Στον δικό μου γάμο δεν με πείραξε. Αλλά με την κόρη του είχε άλλη σχέση και στεναχωρήθηκα που δεν πρόλαβε να τη δει με το νυφικό. Στεναχωρήθηκα επιπλέον γιατί συνειδητοποίησα περαιτέρω πως η απουσία του έχει επιφέρει νέες δυναμικές, και νέες (αν)ισορροπίες στην οικογένεια που δεν νομίζω να αλλάξουν μέχρι να πεθάνουμε. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα πάντα ρεί και ουδέν μένει και ενός κακού μύρια έπονται. Έτσι ήταν και αυτός ο γάμος: προσγειωτικός ως προς τον δρόμο του καθενός μας.

Όσον αφορά τη βάφτιση, άλλο μπουρίνι και εκείνο… Να βλέπω το μωράκι να σφαδάζει, να κλωτσά και να αρνείται πεισματικά να μπει στη κολυμπήθρα και να μην μπορώ να αντιδράσω. Να μην μπορώ να το σώσω. Απλά ενοχλητικό. Είδα κι άλλα μωράκια να ταλαιπωρούνται μα όταν είναι «δικό σου», πειράζεσαι περισσότερο.


Στην εκκλησία με έβαλαν να σταθώ πίσω από τον παπά. Ε, πόση ώρα να βλέπω την πλάτη του, είπα να βγάλω μια φώτο να περάσει η ώρα. 


Αυτά τα ολίγα, που λέτε. Κι από τα Χανιά, πίσω στο Χάνι του Πάντζιαρου για το υπόλοιπο του καλοκαιριού. 

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2016

Do You Remember The Time?

Κάθομαι και βλέπω παλιά βίντεο κλιπ στο Youtube και ξαφνικά επιθυμώ να ακούσω το Remember The Time του Michael Jackson. Και καθηλώνομαι, και το παρακολουθώ ξανά ολόκληρο, σαν να ήμουν ξανά 11 χρονών, όσο ήμουν δηλαδή όταν πρωτοβγήκε και μου το έφερε σε μια βιντεοκασέτα δώρο ο καλύτερος μου φίλος στο Δημοτικό. Και θυμάμαι ότι ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος τότε, γιατί πάνω στην ίδια κασέτα υπήρχε γραμμένο και το Black Or White που ήταν υπερπαραγωγή για τα δεδομένα της εποχής. Και τα έβλεπα στο βίντεο δέκα φορές τη μέρα, ένιωθα πολύ κουλ μαθητούδι, καλούσα σπίτι μου όλη τη γειτονιά για να τους τα προβάλω, ώσπου και χάλασε η κασέτα, έκανε χιόνι, και λυπήθηκα που δεν μπορούσα να έχω κρατήσει αρχείο με τα πιο σπουδαία βίντεο κλιπς του κόσμου.

Είναι ευλογία, σχεδόν ευτυχία, να μπορείς να παρακολουθήσεις ένα βίντεο 10 λεπτών και να μπορείς να ταξιδέψεις στον χρόνο και να μπορείς να ξαναμυρίζεσαι τα πάντα από εκείνη την εποχή. Το σπίτι σου, τους γονείς σου, τους φίλους, τις ανύπαρκτες έγνοιες σου. Είμαστε τρρρρομερά τυχεροί που μπορούμε και ανατρέχουμε τόσο εύκολα στο παρελθόν, το αναβιώνουμε, ευτυχούμε, και το αφήνουμε στην ησυχία του ως την επόμενη φορά.

Εκεί που παρακολουθούσα λοιπόν τα χορευτικά του Jacko, και ήμουν τα μάλα απορροφημένος και τρισευτυχισμένος, πέρασε από μπροστά μου η καθαρίστρια του γραφείου για να σφουγγαρίσει. Και τότε μου ήρθε ο ταμπλάς. Διαπίστωσα πως το σχήμα της κεφαλής της, η κόμμωσή της και κάποια αδρά χαρακτηριστικά της έδεναν άψογα με αυτά του Michael Jackson. Η ομοιότητα ήταν σοκαριστική σε βαθμό διαστροφής, που ένιωσα ότι μου κάνουν πλάκα. Μη σου πω ότι και η ίδια σφουγγάριζε στον ρυθμό του τραγουδιού και ήταν σαν να έβλεπα μια πιο σουρεάλ εκδοχή του βίντεο. Και τότε αναπήδησα στην καρέκλα μου, έτριψα τα μάτια μου και όλο το 1991 έσκασε μέσα σε ένα σύννεφο καπνού και χάθηκε στο μίζερο 2016.

Μειδίασα πονηρά. Άραγε θα θυμώσει αν της πω ότι είναι φτυστή ο Michael Jackson στα νιάτα του; 

Κυριακή, Ιουλίου 17, 2016

Ο Πόλεμος Στα Χρόνια Του Τουίτερ

Τα νέα για το «πραξικόπημα» εναντίον του Ερντογάν με βρήκαν στον υπολογιστή, πάνω που ετοιμαζόμουν να τον κλείσω και να πάω για ύπνο. Η Μπρέντα είχε ήδη κοιμηθεί και πάνω που είχα πει «αγάπη μου σε δέκα λεπτά έρχομαι κι εγώ», βρέθηκα να επισκέπτομαι τη μία ιστοσελίδα μετά την άλλη, να διαβάζω ακατάπαυστα τουίτς και να μην προλαβαίνω να κάνω καν refresh αφού οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Δεν πίστευα ότι συνέβαινε αυτό, ειδικά την ημέρα της επετείου του δικού μας πραξικοπήματος.

Το γέλιο που έριχνα με τα τουίτς των εξ Ελλάδος χρηστών δεν περιγράφεται. Κατάφεραν να αποδώσουν τη γελοιότητα των γεγονότων, καθώς έπρεπε. Όποτε πήγαινα να αγχωθώ και να σκεφτώ ότι μπορεί και να κινδυνεύσουμε εξ αιτίας των εξελίξεων, διάβαζα μία μαλακία και γελούσα, σαν να έβλεπα καλλιστεία στο Μέγκα.

Σκεφτόμουν πόσο έχει αλλάξει η τεχνολογία τη ψυχολογία μας απέναντι στον πόλεμο. Ήταν άβολο μεν το ότι βιώναμε την ιστορία με τουίτς του τύπου «από αύριο οι Τουρκάλες θα ψωνίζουν από τα Χούντας Σέντερ» αλλά ταυτόχρονα ήταν και τα μάλα απολαυστικό και άκρως αγχολυτικό. Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι δεν βομβαρδίζουν εμάς. Αλλά και εμάς να είχαν στόχο, κάτι μου λέει ότι αφού δεν είμαστε άξιοι να πολεμήσουμε κατά κανενός εχθρού, πάλι τουίτς θα γράφαμε να περνά η ώρα. 

Θυμάμαι ότι, το 1991 όταν ήταν να ξεσπάσει ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο, και μας είχε πει η δασκάλα μας στο Δημοτικό ότι επρόκειτο να είναι ο πρώτος χημικός πόλεμος, είχαμε οικογένειες συμμαθητών που είχαν πανικοβληθεί και είχαν αγοράσει κολλητικές ταινίες να σφραγίσουν τα παράθυρα για να μην περάσουν τα χημικά αέρια μέσα από τα τζάμια και δηλητηριαστούν. Τα είχα μεταφέρει κι εγώ στους γονείς μου αυτά τα θλιβερά και έγινε το σώσε στο σχολείο την επόμενη μέρα, «τι μαλακίες λέτε στα παιδιά και τα τρομάζετε» και τέτοια. Δεν υπήρχε τουίτερ τότε, δυστυχώς, να διαβάζουμε την παπάρα και να χαλαρώνουμε.

Ομοίως, το 1996, στην κρίση στα Ίμια, όταν ήμουν 16 χρονών, ήταν ημέρα Πέμπτη, θυμάμαι ότι είχα διαγώνισμα ιστορίας την επόμενη μέρα στο Λύκειο και αγχωνόμουν κατά πόσο θα γίνει πόλεμος. Όχι τίποτα άλλο, να γλίτωνα τουλάχιστον το διαγώνισμα. Θυμάμαι που ρωτούσα «πότε θα μάθουμε τι θα γίνει; Μην διαβάζω άδικα!» Η τηλεόραση και τα ρεπορτάζ της μας προκαλούσαν τόσο άγχος που εν τέλει, ούτε πόλεμος έγινε, αλλά ούτε διάβασα επαρκώς. Εξ όσων θυμάμαι δεν είχα γράψει στο τέλος καλά.

Εμ, δεν είχαμε τουίτερ τότε να περνά η ώρα ευχάριστα. Αγχωνόμασταν για το τίποτα.

Μη θυμηθώ τον πανικό που έσπερναν τα ΜΜΕ επί πολέμου στο Αφγανιστάν το 2001-02... Που δεν τολμούσαμε να παραλάβουμε πακέτο στο Πανεπιστήμιο μπας και περιείχε μέσα σκόνη άνθρακα. Περάσαμε ένα χρόνο μέσα στα ψυχολογικά, για πότε θα σκάσει μέλος της Αλ-Κάιντα μέσα στο μετρό του Λονδίνου και κόψαμε και τις επισκέψεις και όλα. 

Τελικά προχθές, στις δύο το πρωί, όταν βαρέθηκα να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα και όταν κατάλαβα πως όλα ήταν στημένα από τον Σουλτάνο Ταγίπ, πήγα πάνω, ξάπλωσα, και είπα στη Μπρέντα που ξύπνησε «πέσε να κοιμηθείς, γίνεται ένας ψιλοχαμός στην Τουρκία, αλλά μπες αύριο να τα μάθεις απ’ το τουίτερ!» Για CNN ή BBC ούτε λόγος.


Περιττό να πω ότι οι εξελίξεις στην Τουρκία ήταν μία κάβλα. Γιατί απέδειξαν γι άλλη μια φορά ότι ο Ερντογάν είναι πλέον ένας απογυμνωμένος δυνάστης, η Τουρκία μια απολίτιστη χώρα, το ενδεχόμενο να μπει στην Ευρώπη απλώς αστείο, και οι Κύπριοι που περιμένουν ότι αυτός ο ηγέτης με τις συγκεκριμένες νοοτροπίες πρόκειται να τους εγγυηθεί μία βιώσιμη και δίκαιη λύση γιατί «εν καλά πλάσματα και είμαστε όλοι αδέλφια» και με βούλα θεόβλακες. Βέβαια, who cares anymore? Εγώ χθες ξύπνησα και πήγα θάλασσα. 



Πέμπτη, Ιουλίου 14, 2016

Ποτέ Ξανά Intimissimi

Πήγα στο Μωλ να αγοράσω σώβρακα, καθότι διανύω περίοδο όπου ένα μου απέμεινε και εκείνο μπαλωμένο, και ετόλμησα ο δόλιος να μπω στο Intimissimi να δω αν υπάρχει κάποια προσφορά. Και τι να δω μπροστά μου; Μια πωλήτρια που είχε καρφωμένο στο πέτο του πουκαμίσου της μια ετικέτα με το όνομά της και από κάτω τρεις σημαίες: Την κυπριακή, τη βρετανική και την τουρκική. Παθαίνω σοκ εγώ, αλλά προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμος.
«Φέρτε μου πέντε σώβρακα» της είπα με την πίεση να έχει πάει 450. Μου τα φέρνει η πολύγλωσση κυρία και πλησίασα στο ταμείο να πληρώσω. Δεν άντεξα και ήγειρα το θέμα.

«Τώρα η τουρκική σημαία για ποιο ακριβώς λόγο δεσπόζει στο πέτο σας;»

«Δεν είμαι Τουρκάλα, απλά είναι οι γλώσσες που μιλώ» είπε σχεδόν απολογητικά η κυρία.

Χεστήκαμε αν είστε Τουρκάλα, και γενικότερα για το πόθεν έσχες σας, ήθελα να της πω. Εγώ να με εξυπηρετήσετε θέλω. Αλλά ξαναρωτώ: «Γιατί εγώ να πρέπει να βλέπω την τουρκική σημαία, τη σημαία της χώρας που έχει εισβάλει στην πατρίδα μου και καταπατά σωρηδόν τα ανθρώπινά μου δικαιώματα στο πέτο σας;» Τι να απαντήσει κι εκείνη η κακομοίρα. Απέφυγε τη συζήτηση.

Αν θέλετε, κύριοι του Intimissimi, να καταστήσετε σαφές ότι στο κατάστημά σας μπορεί ο πελάτης να εξυπηρετηθεί και στην τουρκική γλώσσα, τότε η τουρκική σημαία είναι περιττή. Όπως όλοι γνωρίζουμε, οι επίσημες γλώσσες της Κύπρου είναι δύο: Η ελληνική και η τουρκική. Και εφόσον στην ετικέτα υπήρχε ήδη η σημαία της Κύπρου, για ποιο λόγο προσθέσατε και τη σημαία εχθρικού κράτους προκαλώντας αποστροφή στους λιγοστούς ελληνοκύπριους πελάτες σας που εξακολουθούν να διαθέτουν ελάχιστη φιλοπατρία;

Εάν ήτο απαραίτητο να μπει η τουρκική σημαία για να υπογραμμίσει την πολυτέλεια του να εξυπηρετηθεί ο πελάτης και στην τουρκική, τότε θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και η ελληνική σημαία για να αντισταθμίσει το ατόπημα. Συμπεριλήφθηκε; Ουδόλως. Γιατί άραγε; Και ποια η χρησιμότητα της κυπριακής σημαίας τότε;

«Επειδή στην Κύπρο μιλούμε διάλεκτο, θεωρήσαμε ότι έπρεπε να μπει» συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή η απαράδεκτα αστοιχείωτη υπάλληλός σας.

Γελάσανε και τα σώβρακα! Ακούς εκεί στην Κύπρο μιλάμε διάλεκτο… Το ξέρουμε χρυσή μου κόρη, το σημαιάκι στο πέτο σου περιμέναμε να μας το διασαφηνίσει. Έχεις πάει σε πολλά μαγαζιά στη Βρετανία π.χ. και να δεις πωλήτριες με ετικέτα στο πέτο να έχουν την ουαλική ή τη σκοτσέζικη σημαία για να ενημερώνουν τους πελάτες ότι στο εν λόγω κατάστημα μιλιέται και η διάλεκτος; Θεωρείται αυτονόητο ότι στην εκάστοτε χώρα μιλιέται και η μητρική γλώσσα ή και διάλεκτος. Ε-ξυ-πα-κού-ε-ται. Εσείς γιατί έπρεπε να μας το διασαφηνίσετε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Μήπως γιατί είστε μαλάκες; Ρητορικόν το ερώτημα,


Ακούστε να σας πω κύριοι. Δεν πρόκειται να ξαναγοράσω σώβρακα από εσάς όσο ζω. Και όπου σταθώ και όπου βρεθώ θα σας δυσφημώ γιατί ναι, είστε μαλάκες με περικεφαλαία. Θεωρώ την πρακτική σας χυδαία και προσβλητική, μην σας πω ότι μου περνούν και συνωμοσίες από το μυαλό για έμμεσες προπαγάνδες και τα τοιαύτα. Αλλά επειδή δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα και επειδή δεν θέλω να πιστέψω ότι λάβατε νομική αρωγή επί του προκειμένου και σας συμβούλεψαν ότι είναι ΟΚ να μου προτάξετε την τουρκική σημαία πάνω στην ετικέτα, εγώ θα θεωρήσω ότι είστε απλά μαλάκες και θα εύχομαι την άμεση και επίπονη χρεοκοπία σας. 

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2016

Αβάντι Ντο Φα Φα Φα!

Είμαι τρομερά ενθουσιασμένος τις τελευταίες μέρες καθότι άρχισαν πιο εντατικοποιημένες πρόβες για τη φετινή μας θεατρική παράσταση. Ναι, γνωρίζω ότι κάθε χρόνο φτάνω στο αμήν με τις πρόβες, και κάθε χρόνο υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι φέτος θα είναι η τελευταία φορά που παίζω. Μα, κάθε χρόνο προκύπτει κάτι καινούριο, μια πρόκληση μεγαλύτερη απ’ την προηγούμενη που θέλω να την αδράξω και να τη δοκιμάσω πριν «συνταξιοδοτηθώ» από το ερασιτεχνικό θέατρο. Ε, πάνω που πήραμε πέρσι το βραβείο του ΘΟΚ και είπα να κάτσω για λίγο στα βραστά μου κάνοντας ένα διάλειμμα, ήρθε η ιδέα του... μιούζικαλ.



Εγώ πάντα ήθελα να δοκιμάσουμε να παίξουμε σε μιούζικαλ, αλλά υπήρχε πάντα το πρόβλημα ότι από την ομάδα μας κανένας δεν έχει φωνή. Δηλαδή, εντάξει, έχουμε ένα δυο άτομα που θα μπορούσαν να μας βγάλουν ασπροπρόσωπους, αλλά το μιούζικαλ θέλει φωνή καμπάνα στο σύνολο της ομάδας και δεν αρκεί να τραβούν κουπί μόνο οι πρωταγωνιστές. Γι αυτό πάντα αφήναμε την ιδέα στην ησυχία της. Για το καλό όλων μας.

Φέτος, όμως, γνωρίσαμε την Ελένη τη Σιδερά με σκοπό να μας προτείνει κάποιο έργο για να παίξουμε, σκηνοθετώντας μας. Και αυτή μας έφερε το «Η Δε Γυνή Να Φοβείται τον Άντρα» που είναι μεν αγαπημένη ταινία παλιού ελληνικού κινηματογράφου, εμπλουτισμένη όμως με υπέροχα τραγούδια της Δήμητρας Γαλάνη τα οποία προσδίδουν στην θεατρική απόδοση άλλη αίγλη. Μη σου πω, και την μόνη αίγλη. Το είχα δει το θεατρικό έργο στην Αθήνα το 2010 με τον Μπέζο και τη Ναταλία Τσαλίκη, πιθανώς να σου είχα γράψει και σχετική ανάρτηση εδώ πέρα. Μόλις αντιλήφθηκα ότι πρόκειται για αυτή την βερσιόν, πέταξα από χαρά.

Δεν πα να μην μπορώ να πατήσω νότα; Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να το παίξουμε. Εντάξει, δεν πρόκειται για τίποτα άριες. Είναι τραγούδια που μυρίζουν κλασική Γαλάνη απ’ το χιλιόμετρο. Δύσκολα προφανώς για έναν άνθρωπο που δεν συμμετείχε καν στη χορωδία του σχολείου του για 12 χρόνια (παρόλο που το είχε καημό), μα όχι και ακατόρθωτα. Ιδού η πρόκληση, ιδού και ο ενθουσιασμός. Στο κάτω, κάτω και να φαλτσάρω τι θα γίνει; Θα με αποκλείσουν από το Σαν Ρέμο; Οι φίλοι μου θα είναι από κάτω, ξέρουν ότι δεν μπορώ ν' ανέβω ούτε μισή οκτάβα.

Έκανα ήδη μία πρόβα με την καθηγήτρια μουσικής που προσλάβαμε και ενθουσιάστηκα. Με παρακολουθώ στο βίντεο, βέβαια, και σκέφτομαι «πω, πω, πόσο χάλια φωνή έχω!» αλλά τουλάχιστον άρχισα να πατώ τις νότες. Στο λαρύγγι. Εκεί δηλαδή που πρέπει.

Είχα χρόνια να λαχταρήσω για κάποιο από τα έργα που ανεβάζουμε. Πέρασα από αρκετά είδη, και από τα πιο λαϊκά και από τα πιο «κουλτουριάρικα» (αν και απεχθάνομαι τον όρο και τους διαχωρισμούς, τον χρησιμοποιώ για να εξηγηθούμε) και ευτυχώς φέτος έχω κάτι ελαφρώς έξω από τις ευκολίες μου, το οποίο προσέδωσε αυτόματα στόχο και σκοπό στο καλοκαίρι μου.


Θα παίξουμε την πρώτη εβδομάδα του Οκτώβρη, εννοείται ότι θα σας το υπενθυμίσω ξανά και εννοείται ότι θα έρθετε γιατί προβλέπεται να γίνει σάλος!

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2016

Βότκα Μολότωφ στην Παραλία

Είχα ένα πολύ όμορφο σαββατοκύριακο.

Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό πήγαμε με τη Μπρέντα, τα δυο μας, στον Πρωταρά χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς κανένα πλάνο και περάσαμε υπέροχα. Δεν κάναμε τίποτα για δυο μέρες, δεν βρεθήκαμε με κανέναν, δεν μιλήσαμε σε κανέναν και απολαύσαμε ο ένας τον άλλον σαν να ήταν η πρώτη χρονιά της σχέσης μας. Ηρεμία μυαλού στο μάξιμουμ. Έκανα τις βουτιές μου, έφαγα κι έσκασα (είμαι σε δίαιτα γενικά, αλλά τα σαββατοκύριακα τρώω σαν να μην προηγήθηκε ούτε μέρα λιτότητας), απόλαυσα ποτά σε μπαρ αγναντεύοντας και ρεμβάζοντας, κοιμήθηκα υπέροχα και αδειάλειπτα δεκάωρα, δόξα σοι ο Θεός!


Σ' αυτή τη φωτογραφία αποτυπώνεται σε όλο του το μεγαλείο το coolness του σαββατοκύριακου.

Μα, πώς το ξέχασα... Δεν ήσαν όλα ρόδινα. Τσακώθηκα με δυο ρωσικές αρκούδες χθες το απόγευμα στην παραλία και ολοκληρώθηκα. Πριν σου πω λεπτομέρειες, να ρωτήσω: Θορυβηθήκατε κι εσείς απ’ όλη αυτή τη μαζική κάθοδο Ρώσων τουριστών φέτος; Μόνο εγώ ένιωσα ότι άκουγα παντού και συνέχεια Ρωσικά; Σαν να ήμουν σε ξένη χώρα. Όχι μόνο στην παραλία αλλά και στα καταστήματα και στα εστιατόρια του παραλιακού. Όλες οι ταμπέλες γραμμένες είτε στα Αγγλικά, είτε στα Ρωσικά. Εμείς ούτε πως υπάρχουμε. Εντάξει, εννοείται πως είμαι απ’ αυτούς που αν πρέπει να διαλέξει μεταξύ εκτουρκισμού της Κύπρου ή ρωσοποίησης θα επιλέξω το δεύτερο. Αλλά όχι κι έτσι. Η χαρά της Μαρούσκας κατάντησε η παραλία!

Κολυμπούσα και πλατσούριζα, που λες, στα ρηχά της παραλίας όταν διέκρινα τη Μπρέντα από μακριά να μου γνέφει να σπεύσω στην ομπρέλα μας, όπου δυο Ρωσίδες Μπαμπούσκες (Μπαμπούσκες σε μέγεθος και όχι σε ηλικία) της μιλούσαν εις άπταιστα Ρωσικά. Αντιλαμβάνεσαι, συνεννόηση μηδέν, τί να προκάνω κι εγώ; Πάω εκεί με όση καλή διάθεση μπορούσα να επιδείξω στους συμμάχους και ερωτώ «Do you speak English?» - «No!» απαντά η μαντάμ απότομα, λες και της βρίσαμε τα Θεία. Εν συνεχεία και διά μέσου χειρονομιών κατάλαβα ότι ήθελε να μετακινήσουμε τα κρεβατάκια μας ώστε να μην είναι αρκετά κοντά στα δικά τους.

Έλα όμως που ο ήλιος είχε μετακινηθεί, και η σκιά της ομπρέλας μας χτυπούσε πιο κοντά στα δικά τους κρεβατάκια παρά στα δικά μας. Σκεφτήκαμε ότι, αφού δεν μπορούσαμε να μετακινήσουμε την ομπρέλα μας που ήταν καρφωμένη στην άμμο, θα έπρεπε να μετακινήσουμε τις ξαπλώστρες. Κι όμως, ενοχλήθηκαν τα απολειφάδια του Κομμουνισμού που θα ξαπλώναμε κοντά στο μισό μέτρο από τις αυτοκρατορικές μουτσούνες τους και έσπευσαν να το κάνουν εμφανές: «Τσιου-Τσιου!», «Τσιου-Τσιου» έκανε η Ρωσίδα μες τα μούτρα μου με την ανάλογη χειρονομία λες και προσπαθούσε να διώξει ψωριάρα γάτα.

«Τσιου-Τσιου σε μένα μωρή; Άμα σου μπήξω το τσιου-τσιούνι μου στον κώλο, θα σου πω εγώ, που θα μου πεις τσιου-τσιου. Έννοια σου όμως και τέτοια χάρη δε σου κάνω, εξώγαμο του Ρασπούτιν!»

Η Μπρέντα κοίταζε αμήχανη και αναρωτιόταν τι θα κάνουμε. «Ε, τι θα κάνουμε; Θα μετακινήσουμε τα κρεβατάκια μας εφόσον τους βρομούμε, αλλά θα δουν κι αυτές τι εστί κυπριακό γινάτι!» Απομακρύνω κακήν-κακώς τα κρεβατάκια να ικανοποιηθεί το αίτημά τους, αλλά ταυτόχρονα έκλεισα περήφανα και την ομπρέλα μας. Πράγμα που σήμαινε ότι έπαυαν και οι ίδιες να επωφελούνται από τη σκιά της.

«Κοίτα να δεις τις υποχόνδριες που παρά να μετακινήσουν τα κρεβατάκια τους δεξιότερα ώστε να σκιάζονται εξίσου, διευκολύνοντας κι εμάς, προτιμούν να κάθονται να καίγονται στους 45 βαθμούς κελσίου!» παρατήρησα.

«Ναι, αλλά αυτό δεν συμφέρει ούτε εμάς. Θα καούμε και εμείς μαζί τους!»

«Εκατό φορές να καούμε! Εγώ τη σκιά μου δεν τη χαρίζω του κατακτητή. Να καούν, να πάθουν δερματίτιδες, να ξαπετσιάσουν σαν τις οχιές, μα η ομπρέλα μόνο πάνω απ' το πτώμα μου θ' ανοίξει».

«Πάντως, μας κοιτάνε επίμονα… Κι αν πουν να μας μουντάρουν δεν μας σώζει τίποτα. Γεμάτη Ρώσους η παραλία, δεν θα βρεθεί Κυπραίος να μας υποστηρίξει ούτε για δείγμα».

«Το παιδί με τις ομπρέλες, του Δημαρχείου, είναι Κύπριος θα τον φωνάξω να επέμβει».

«Ναι, αλλά πήγαν ήδη φυλακή οι μισοί υπάλληλοι του Δημαρχείου επειδή έκλεβαν, δεν θα ρισκάρει να μπλέξει και ο τελευταίος που απέμεινε…»

«Ε, τότε ας επιτεθούν αν τους βαστάει… Ανάθεμά τον Κοντόπουλο που σας έγραψε τραγούδι και τον Ευαγγελινό που σας χορογραφεί!»

Εν τέλει, οι Ρωσίδες προτίμησαν να μείνουν όρθιες κάτω από την ομπρέλα τους και να διαβάζουν το βιβλίο τους παρά να συνεργαστούν. Εγώ έκατσα και ξεροψήθηκα, παρανάλωμα έγινα, αλλά τη χάρη δεν τους την έκανα. Έτσι φυλάνε Θερμοπύλες! Ακούς εκεί, θράσος! Να αισθανόμαστε ρατσισμό και στην ίδια μας τη χώρα, επειδή δηλαδή πέσαμε στην ανάγκη τους; Που ποια ανάγκη τους που από ό, τι ακούω πρώτοι φίλοι γίνανε πάλι ο Πούτιν με τον Ερντογάν. Μας υποχρεώσατε! Να πάτε στην Τουρκία του χρόνου διακοπές και να μην ξαναπατήσετε εδώ πέρα. Κανένας σας να μην ξαναπατήσει. Ήμασταν έτσι ωραία τη δεκαετία του ’80 με τις Σκανδιναβές γυμνόστηθες τουρίστριες, τελείωσε η δεκαετία, πήρε μαζί της κι όλες τις χαρές μας!

Ακούς εκεί που θα μου πει «τσιου-τσιου» το εξάμβλωμα της Άννας Καρέννινα. Εμένα! Που πήγα εκέι με τόση καλή διάθεση για συμβιβασμό, τύφλα να 'χει ο Αναστασιάδης στις διαπραγματεύσεις.

«Ξέρεις» λέει η Μπρέντα... «Πήγε ήδη 19:00 και αυτές δεν έχουν φύγει ακόμα. Και όταν φύγουν, το πιο πιθανό είναι να φύγουμε κι εμείς μετά από λίγο, κοντεύει να δύσει…»

«Και τι πάει να πει αυτό; Την ομπρέλα ουκ ελάττω παραδώσω! Εδώ θα κάτσω να περιμένω. Και μόλις φύγουν θα τη ξανανοίξω αγέρωχα μπροστά στα μούτρα τους, να κυματίσει περήφανα!» Όπερ και εγένετο.

Φύγανε τα θωρηκτά Ποτέμκιν, ξανακυμάτισε η γαλανόλευκη!


Απίστευτο, όμως, ε; Να προτιμούν να στέκονται όρθιες μια ώρα (πίσω μου) ώσπου να δύσει ο ήλιος, παρά να ρίξουν τα μούτρα τους να συνεργαστούμε. Στη φωτογραφία, ο γράφων με το χαμόγελο της νίκης. 



Δεν μπορείς να πεις, είχαμε δεν είχαμε, χαλαρώσαμε και πάλι. 

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2016

Δέκα Χρόνια

Αυτό το μήνα και συγκεκριμένα στις 13 Ιουλίου κλείνω 10 χρόνια στο μπλόγγινγκ.

Δεν θα σου κάνω ιστορική αναδρομή γιατί αν βαριέσαι μία, εγώ βαριέμαι δέκα. Αλλά, θα σου γράψω για δυο τρία πράγματα τα οποία πεθυμώ και τα οποία δεν βρίσκω πια εδώ. Όταν λέω εδώ, εννοώ την «μπλογκόσφαιρα» (σιχαίνομαι τον όρο, αλλά έτσι την ξέρουμε οι περισσότεροι).

Μου λείπουν οι έξυπνες, αστείες και καθημερινές ιστορίες. Εγώ όταν ανακάλυψα την πλατφόρμα του μπλόγγερ ήμουν 26 χρονών, ασκούμενος δικηγόρος, κλειδωμένος μέσα σε ένα μουντό γραφείο και βαριόμουν τη ζωή μου. Τόσο πολύ βαριόμουν να φανταστείς, που είχα αρχίσει να γκουγκλάρω το όνομά μου για να δω τι αποτελέσματα θα μου εμφανίσει η μηχανή αναζήτησης. Προς έκπληξή μου εμφανίστηκε ένα σουηδικό μπλογκ με μια φωτογραφία μου και με κάτι σουηδικά σχόλια από κάτω, οπότε κατάλαβα πως επρόκειτο για κάποιου είδους ηλεκτρονικό ημερολόγιο στο οποίο μία πρώην αγαπημένη συμφοιτήτρια έγραφε για τις ωραίες στιγμές που είχαμε περάσει μαζί στην εστία, στο Λονδίνο.

Ψάχνοντας λίγο περισσότερο ανακάλυψα και μια χούφτα ελληνικά μπλογκς, τα οποία μου έφτιαξαν τη διάθεση. Υπήρχε ένας Πόντιος τότε, ο τρανός Γιωρίκας που έγραφε ιστορίες από το γραφείο στο οποίο δούλευε και υπήρχε και η Δρακούνα, η οποία έγραφε κυρίως για γάμους και ήταν απολαυστική (πριν το γυρίσει στον πολιτικό σχολιασμό και γίνει το ακριβώς αντίθετο).

Τέλος πάντων. Το θέμα μου είναι ότι κάποτε ο κόσμος έγραφε αστείες ιστορίες και εμείς γελούσαμε. Ήταν σαν να πίνουμε όλοι μαζί καφέ και μοιραζόμαστε τα νέα μας. Αυτό έπαψε να συμβαίνει. Για χίλιους δυο λόγους. Βαριέμαι να τους αναλύσω. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι μπαίνω online και δεν βρίσκω να διαβάσω τίποτε. Όπως και στο Facebook. Θυμάστε κάποιες αθώες εποχές που ο κόσμος πήγαινε κάπου και έσπευδε να το περιγράψει με ενθουσιασμό στο στάτους του, να παραθέσει φωτογραφίες και βίντεο και είχαμε υλικό να συζητάμε για 10 χρόνια; Ούτε αυτό συμβαίνει πλέον. Ο κόσμος κρύβεται. Φοβάται το κουτσομπολιό, βαριέται να ανοίγει συζήτηση με τα τρολς, τους haters, φοβάται την κατασκοπεία, την κακεντρέχεια, ενώ ταυτόχρονα μεγαλώνει σε ηλικία και δεν έχει και χρόνο να ασχοληθεί με όλα αυτά.

Μα, τα βλέπω κι από μένα. Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Τα πιο ωραία κείμενα τα έγραφα όταν δεν μου καιγόταν καρφάκι για το ποιος με διαβάζει. Άντε τώρα να εκφραστείς ελεύθερα με συναδέλφους, φίλους, συγγενείς και λοιπούς καλοθελητές να σε περιμένουν στη γωνία. Μισό υπονοούμενο να γράψεις, θίγεται, ή μάλλον μυγιάζεται το σύμπαν. Επίσης, παρατήρησα και κάτι άλλο. Ο κόσμος λατρεύει το δράμα. Όταν γράφεις για τον πατέρα σου που πέθανε, για την καρδιά σου που σκίστηκε, για την γκόμενα που σε παράτησε, έχεις περισσότερες αναγνώσεις. Αν γράφεις κάτι σοβαρό ή αν μοιράζεσαι τη χαρά σου, χέστηκε η φοράδα στο αλώνι.


Μην ανησυχείς πάντως, εδώ θα είμαι και τα επόμενα δέκα χρόνια. Αυτό μπορώ να στο εγγυηθώ. 

Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2016

Κάτι Τρέχει Με Τους Δίπλα

Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια όπου η Μπρέντα αποκοιμήθηκε από τις 10:00 και εγώ καθόμουν στον καναπέ και έπαιζα τρίλιζα στο κινητό. Το καλό με την τρίλιζα είναι ότι άπαξ και αρχίσεις να την παίζεις, χρειάζεσαι τουλάχιστον είκοσι λεπτά για να ολοκληρώσεις μια παρτίδα. Οπότε μέχρι να τελείωνα τη δική μου, θα ερχόταν και η δική μου ώρα για ύπνο. Αμ δε! Στο δίπλα διαμέρισμα γινόταν πάρτι τρικούβερτο. Βασικά, οι γείτονες τσακώνονταν. Και δεν είχα καλύτερο να συνδυάζω τρίλιζα στο κινητό με τον καβγά των δίπλα. Σαν να τρως τυρόπιτα και σοκολατίνα μαζί. Τόσο απολαυστικό!

Γελώ τρομερά με κάτι τέτοια. Ε, τι; Μόνο εμείς θα γινόμαστε θέαμα όταν τσακωνόμαστε; Να γίνει και κάνας άλλος ρεζίλι. «Στις δουλειές μου να μην ανακατεύεσαι βρα!» της είπε εκείνος. Έμφαση στο «βρα!» παρακαλώ. Μετά κάτι άλλο μουρμούρισαν που δεν κατάλαβα, και εκείνη του απάντησε «σε ποιον τα πουλάς αυτά;» Δύο ήταν οι πιθανές εκδοχές: Είτε ο γείτονας έλεγε μπαρούφες και η σύζυγος δεν τον πίστευε, πράγμα που απέκλεισα καθότι οι Κυπραίοι δεν καβγαδίζουν με ατάκες βγαλμένες από ελληνικές σειρές, είτε όντως κάτι βρήκε κρυμμένο η σύζυγος και τον ρωτούσε ορθά κοφτά σε ποιον προτίθετο να το πουλήσει. Χασίσια. Ξεκάθαρο!

«Μένουμε σε πολυκατοικία με ντήλερς!» Γιατί τότε συνέβη το περιστατικό, όταν διαμέναμε στο θλιβερό εκείνο διαμέρισμα. «Καλά μου είχαν πει εμένα ότι η Αγλαντζιά είναι τίγκα στο ναρκωτικό εξ αιτίας των φοιτητών», σκέφτηκα κουνώντας το κεφάλι, και με μια σάρωση του δείχτη μου πέρασα στο επόμενο στάδιο της τρίλιζας. Θρίαμβος! Ένα μήνα με πιλάτευε το συγκεκριμένο στάδιο. Δεν πρόλαβα όμως να χαρώ το κατόρθωμα, και μπαμ! Κάτι άκουσα να σκάει με δύναμη από την άλλη πλευρά της μεσοτοιχίας. «’Εκτακτα, έκτακτα! Αρχίσανε να πετάνε πράγματα!» Σηκώθηκα και έβαλα το αφτί μου πάνω στον τοίχο να ακούσω καλύτερα. Τσιγαρόχαρτο η μεσοτοιχία. Στο επόμενο πράγμα που εκσφενδονίστηκε, νόμισα ότι διαπέρασε τον τοίχο όλμος και έσκασε στο σαλόνι μας.

«Εντάξει, δέρνονται κανονικά! Χάνει τα καλύτερα η Μπρέντα που έπεσε και κοιμήθηκε απ’ τις δέκα!»

Το πράγμα όμως σοβάρεψε. Η διένεξη στο δίπλα διαμέρισμα ολοένα και φούντωνε, κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι λέγανε, καθότι μεταφερθήκανε σε άλλο δωμάτιο. Άκουγα το μπίρι-μπίρι, αλλά έχανα τη στιχομυθία. Θυμήθηκα κάτι εποχές που για να πιάσουμε καλό σήμα στην τηλεόραση έτρεχε ο πατέρας μου να ισιώσει την κεραία στην ταράτσα και μέχρι να την προσανατολίσει σωστά, εγώ κάτω έχανα το μισό έργο. Τέλος πάντων, μην στα πολυλογώ, σε κάποια φάση η κυρία του κυρίου άρχισε να φωνάζει. «Αααα, αααα!» Τύπου «με δέρνουν». Εκεί σοβάρεψε το πράμα, ένιωσα ότι έπρεπε να δράσω. Και όπως συμβαίνει πάντα στις περιπτώσεις όπου πρέπει να βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα, πήγα και ξύπνησα τη Μπρέντα.

«Αγάπη μου… αγάπη μου, ο γείτονας δέρνει τη γειτόνισσα!»

Η Μπρέντα που κοιμόταν του καλού καιρού εκτινάχτηκε ίσια πάνω, και μέσα στην παραζάλη του ύπνου της φόρεσε τη φούξια ρόμπα της, και έσπευσε να επέμβει. Σαν τον Ράμπο σε επιφυλακή ήτανε. Έσφιξε το ζωνάρι της ρόμπας σαν να ήταν η ζώνη της Ιππολύτης,  και χωρίς καλά-καλά να έχει ξυπνήσει βγήκε στο μπαλκόνι να εξετάσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Έλεγε και κάτι ακαταλαβίστικα έτσι όπως ξύπνησε απότομα, όπως π.χ. να καλέσουμε την αστυνομία. Μα, ποιαν αστυνομία; Την κυπριακή; Και τι να τους πούμε; Ότι στήσαμε αφτί στους δίπλα και έχουμε βάσιμες υποψίες ότι δέρνονται; Και θα σηκώσουν τον κώλο τους να έρθουν να επιληφθούν της καταστάσεως; Εδώ τους καλείς και τους λες ότι σε κλέβουν, με τους κλέφτες να είναι μες το σπίτι και το σκέφτονται... Θα συγκινηθούν από ένα οικογενειακό καβγαδάκι;

«Δεν ακούγεται τίποτα!» είπε η Μπρέντα. «Δεν ακούγονται απ’ το μπαλκόνι, αγάπη μου, πρέπει να πας στο σαλόνι και να περιμένεις». Η Μπρέντα, που πήρε σχεδόν προσωπικά το ζήτημα, δεν μπορούσε να περιμένει να ακούσει φωνές για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου, οπότε αποφάσισε να βγει στον διάδρομο της πολυκατοικίας, να πάει να χτυπήσει το κουδούνι τους, και να ζητήσει τα ρέστα. «Είσαι με τα καλά σου; Θα πας να χτυπήσεις την πόρτα σ’ αυτό το χάλι (αγαπώ τη φούξια ρόμπα της, αλλά όχι κι έτσι!); Τουλάχιστον ρίξε κάτι απάνω σου!» της είπα περιπαιχτικά. Ήταν πολύ αναστατωμένη για να εκτιμήσει το αστείο. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και βγήκε στον διάδρομο. «Κάτσε στα αβγά σου» της είπα, «το πολύ - πολύ να ανοίξει την πόρτα ο χωρκάτης και να φάμε και εμείς καμιά αδέσποτη!»

Τίποτα δεν πτοούσε την Μπρέντα. Φόρεσε και τις ροζ παντοφλίτσες της, και με αργά βηματάκια, πλιτς-πλιτς-πλιτς, κατευθύνθηκε προς το γειτονικό διαμέρισμά. Δίστασε λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα τους, μα μόλις πήγε να πατήσει το κουδούνι ακούσαμε την πόρτα να ξεκλειδώνει με φόρα. «Παναγία μου!» Ευτυχώς, πριν προλάβει να γίνει το κακό συναπάντημα, η Μπρέντα έτρεξε και πρόλαβε να μπει στο διαμέρισμά μας κλείνοντας ερμητικά την πόρτα πίσω της. Εγώ, όπως κατάλαβες, χαχάνιζα.

Στον διάδρομο της πολυκατοικίας, η γειτόνισσα αγκομαχώντας από το κλάμα άφησε πίσω της τη συζυγική εστία. Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο της και τράπηκε σε φυγή.

«Είδες που λύσσαξες; Έφυγε και γλίτωσε η κοπέλα!»

«Εγώ λύσσαξα; Εσύ με ξύπνησες!»

«Ε, μα τι να έκανα αγάπη μου; Να έπαιρνα την αστυνομία; Πιο αποτελεσματική θα ήσουν εσύ. Άντε πέσε πάλι για ύπνο τώρα!»

«Πού να κοιμηθώ τώρα που αναστατώθηκα;»

«Τίποτα δεν έγινε. Τα κάνανε λαμπόγυαλο κι ησυχάσανε. Ως αύριο θα είναι πάλι αγαπημένοι και μονιασμένοι. Πέσε να κοιμηθείς!»

«Ωραίος είσαι. Πρώτα μας αναστατώνεις…»

«Εγώ; Οι χωρκάτες οι Αγλαντζιώτες σου!»

Για να σου τελειώσω την ιστορία, η γειτόνισσα μετά από λίγη ώρα επέστρεψε στη φωλίτσα της. Καλό σύνδρομο της Στοκχόλμης έχει κι αυτή. Τσεκάραμε το πρωί, και είδαμε ότι το αυτοκίνητό της ήταν στη θέση του. Η Μπρέντα που έχει τρομερές ευαισθησίες με τα συγκεκριμένα θέματα επέμενε να μην αφήσουμε το ζήτημα να περάσει στα ψιλά. Εγώ πάλι, που είμαι πιο ζώον και με κάτι τέτοια απλά σπάω πλάκα, ήμουν της άποψης να μην ασχοληθούμε περαιτέρω γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έγινε και φόνος, και επειδή πιστεύω ότι καβγάδες συμβαίνουν σε όλα τα σπίτια και δεν μας πέφτει λόγος. Δεν ξέρω σε πιο ακριβώς σημείο της μάχης νομιμοποιείται να επέμβει ο γείτονας. Δεν μου έχει ξανατύχει. Στην πολυκατοικία ενός φίλου μου, ας πούμε, ο γείτονας έσπασε ένα τηγάνι πάνω στο κεφάλι της συζύγου του επειδή έμαθε ότι τον απατούσε με τον κολλητό του. Η κοπέλα βρέθηκε σχεδόν αιμόφυρτη να αιμορραγεί στις σκάλες. Τρου στόρι. Εκεί ναι, να επέμβεις και με το παραπάνω. Αλλά για ένα σπασμένο σερβίτσιο και μερικά ποτήρια να κάνω τον χαμό;

Δεν λέει.

Φυσικά, η Μπρέντα έφτασε το θέμα στο ανώτατο επίπεδο σοβαρότητας πράττοντας αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε ευσυνείδητος πολίτης που επιθυμεί να δει το έγκλημα του γείτονά του να τιμωρείται:

Εξιστόρησε το συμβάν στη σπιτονοικοκυρά μας.


Δεν ξέρω τι ακολούθησε, γιατί στο μεταξύ εμείς μετακομίσαμε. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ο γείτονας πρέπει να πόνεσε. Πολύ. 

Τρίτη, Ιουλίου 05, 2016

Όρια

«Θέσε όρια».

Αυτή ήταν η πρώτη, και ίσως η πιο σημαντική, συμβουλή της ψυχολόγου μου όταν κάναμε συνεδρίες πριν κάποια χρόνια.

«Θέσε όρια».

Με απλά λόγια, κοινοποίησε, κάνε εμφανές μέχρι που παίρνει τον καθένα να ανακατεύεται στη ζωή σου. Πράγμα που ακούγεται απλό, κι όμως δεν είναι, ειδικά όταν πρέπει να το εφαρμόσεις σε ενήλικες.

Γιατί είναι πανεύκολο να θέσεις όρια σε έναν ανήλικο φωνάζοντάς του, τιμωρώντας τον και κόβοντάς του το παιχνίδι, αλλά τρομερά άβολο και δύσκολο όταν πρόκειται για άτομο άνω των 18 που τάχα μου ενηλικιώθηκε, κι όμως δεν ξέρει που να βάλει τελεία.

Ομολογώ ότι δεν τα καταφέρνω. Όταν γίνομαι μάρτυς συμπεριφορών που με αφήνουν μαλάκα, μένω σύξυλος και χάσκω, αποσβολώνομαι και μέχρι να αντιδράσω… πέταξε το πουλάκι. Κάθομαι και αναρωτιέμαι ύστερα γιατί ανέχτηκα αυτή τη συμπεριφορά και γιατί δεν λειτούργησαν σωστά τα αντανακλαστικά μου.

Επειδή προφανώς, αγαπητέ μου, η κοινή νοημοσύνη δεν είναι τόσο κοινή. Πρέπει συνέχεια να επαγρυπνείς και να φυλάς τα νώτα σου. Να παλεύεις για τα αυτονόητα, να διεκδικείς τα κατεχόμενα. Να μην θεωρείς τίποτα δεδομένο και να μην κάνεις «προβολές», όπως έλεγε χαρακτηριστικά η ψυχολόγος. Να μην θεωρείς, δηλαδή, ότι αυτό που θα έκανες εσύ στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα το έκαναν και οι άλλοι, προβάλλοντας τον εαυτό σου στην όλη κατάσταση.

Για παράδειγμα, ένας φίλος σου σε παίρνει τηλέφωνο σε ακατάλληλη ώρα και χωρίς να ρωτήσει εάν ενοχλεί αρχίζει να σου εξιστορεί τα παθήματά του ή τα οικογενειακά του προβλήματα και ουδόλως κόπτεται για το αν εσύ εκείνη την ώρα εργάζεσαι ή τέλος πάντων αν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Όταν εμμέσως του υποδεικνύεις ότι η ώρα είναι ακατάλληλη, αυτός αδιαφορεί και συνεχίζει, θεωρώντας ότι ως φίλος πρέπει να παρακάμψεις το σύμπαν που καίγεται και να τον ακούσεις. Αν αυτό συμβεί μία φορά στις εκατό, δεν χάλασε ο κόσμος. Αν συμβαίνει μέρα παρά μέρα, πρέπει να θέσεις το όριο. Και εφόσον ενηλικιώθηκε και δεν έμαθε τι πάει να πει λεπτότητα, τι πάει να πει τακτ, οφείλεις να του πεις κατάμουτρα ένα «μας έπρηξες τα αρχίδια», ή τέλος πάντων, αφού ξέρεις τι πάει να πει λεπτότητα και τι πάει να πει τακτ, να πεις ένα «είναι ακατάλληλη η ώρα».

Αυτό το «είναι ακατάλληλη η ώρα» εμένα δεν μου βγαίνει. Πολλές φορές δεν το γυρίζει η γλώσσα μου. Και καταντώ να υπόκειμαι όλο αυτό το στρες και το μαρτύριο, άνευ λόγου.

Δεν είναι ο φίλος μου το πρόβλημα μου. Είναι πλασματικό το παράδειγμα ούτως ή άλλως. Κι ενώ μπορώ να σου περιγράψω άπειρες ανάλογες συμπεριφορές που με ενοχλούν για να καταλάβεις τι εννοώ, στην προκειμένη δεν μπορώ, γιατί θα φωτογραφήσω πρόσωπα και καταστάσεις και θα γίνουμε μαλλιά κουβάρια.

Είναι ένδειξη ευφυΐας και υψηλού δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης να ξέρεις πού πρέπει να σταματήσεις. Είναι σχεδόν ταλέντο σπάνιο για την εποχή μας. Να ξέρεις πού σταματάς χωρίς να φέρεις τον άλλον σε δύσκολη θέση και να σου πει «Δεν σου επιτρέπω, υπερέβης τα εσκαμμένα!» Ε, εγώ, δυστυχώς έχω καταντήσει να οριοθετώ συνέχεια τα εσκαμμένα. Έχω πάρει το φτυάρι και σκάβω χαρακώματα, ανοίγω χαντάκια, ξετυλίγω συρματοπλέγματα, βάζω όρια. Λυπούμαι που αναγκάζομαι να προβώ σε τέτοιες ενέργειες, αλλά αφού δεν το καταλαβαίνεις μόνος σου, πρέπει να στο υποδείξω.

Αυτό που δεν καταφέρνω, έτι περισσότερον, είναι να σκάψω τα χαρακώματα χωρίς να γίνω αγενής. Γιατί το «δεν σου επιτρέπω, υπερέβης τα εσκαμμένα» είναι πολύ comme il faut για το στιλ μου. Δυστυχώς πιο πρόχειρο έχω το «δεν μας χέζεις». Και αυτό είναι που πρέπει να δουλέψω περαιτέρω. Τον τρόπο μου. Γιατί κι ο άλλος πιο εύκολα θα συνετιστεί όταν τον αναχαιτίσεις ευγενικά, ενώ πιο εύκολα θα κλωτσήσει με το «δεν μας χέζεις». Έλα όμως που κάνει ζέστη, είμαι μέσα στο χαράκωμα από το πρωί και σκάβω, στάζει ο ιδρώτας από πάνω μου, εγώ θέτω όρια για τα αυτονόητα και το τελευταίο πράγμα που με τρώει είναι η ευγένεια…


Οι τύποι μας μαράνανε δω μέσα!

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2016

Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια

Χθες βράδυ παρακολούθησα στο αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών την καλοκαιρινή παράσταση του ΘΟΚ, «Η Κόρη Μου Η Σοσιαλίστρια». Ναι, τη γνωστή.



Μια παράσταση για την οποία θα μπορούσα να σου γράφω για μέρες πόσο λάθος είναι σαν εγχείρημα από κάθε άποψη, αλλά δεν θα το κάνω γιατί θεωρώ ότι μπορείτε και μόνοι σας να αντιληφθείτε το φάουλ. Φάουλ τόσο για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου από τον συγκεκριμένο οργανισμό, καθώς επίσης και για τους πρωταγωνιστές που είναι καταδικασμένοι στην αμηχανία και στην μετριότητα, είτε μιμηθούν τους τεράστιους σταρ, είτε προσπαθήσουν να «πάνε τον ρόλο αλλού» (αλήθεια, πού αλλού να το πάνε; Η Βουγιουκλάκη είναι Βουγιουκλάκη, δεν μπορεί να πάει αλλού. Αν δεν μπορείς να την αναστήσεις, να την κλωνοποιήσεις ή να τη βγάλεις απ’ το μνήμα συλημένη, απλά δεν-την-παίζεις) Το ίδιο και για τον Παπαμιχαήλ.

Αφήνοντας κατά μέρος τα αυτονόητα, εγώ θα σου πω ότι χθες βράδυ πέρασα ωραιότατα. Κατ’ αρχάς από την ώρα που άρχισε η παράσταση και άκουσα τη γνωστή μουσική: λα-λα, λαλαλαλα, μετά βίας προσπαθούσα να μην βάλω τα κλάματα. Με πιάνει αυτή η νοσταλγία, γαμώ το, δεν μπορώ να την καταπολεμήσω με τίποτε. Όποτε ακούσω τραγούδια ελληνικού κινηματογράφου και δη στο θέατρο, δεν πα να τα παίζει και ο τελευταίος των τελευταίων, εγώ κλαίω. Γιατί είναι σαν να πατιέται ένα κουμπί και τα θυμούμαι όλα. Θυμούμαι το σπίτι της γιαγιάς μου, το παλιό. Θυμούμαι τις κασέττες της, το βίντεο της που ήταν τεράστιο σαν μπαούλο. Θυμούμαι το παλιό καλό ΡΙΚ που μας μετέδιδε τις συγκεκριμένες ταινίες κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Θυμούμαι τον πατέρα μου, που μου εξηγούσε όσα δεν καταλάβαινα (τι είναι η απεργία, τι είναι το ραβασάκι, γιατί τη λένε σοσιαλίστρια;) θυμούμαι υπέροχα χρόνια που ό, τι και να σου λέω τώρα δεν μπορείς να καταλάβεις.

Ε, με όλα αυτά τα συναισθήματα μαζεμένα και τη φόρτιση που μου προκαλούσε άγχος μην τυχόν και μας πάρει κάνας γνωστός μάτι να κλάιμε για τη Σοσιαλίστρια στα 35 μας, σφίχτηκα και κατάφερα κι αγνόησα τους πάντες. Και τον άθλιο Ζένιο που έπαιζε τον ρόλο του Λάμπρου Κωνσταντάρα εντελώς εκτός ατμόσφαιρας, σαν να βρίσκεται και εδώ σε κυπριώτικο σκετς (κανένα έλεος στην κυπριακή αθλιότητα, στο μυαλό μου σχηματίστηκε ένας κινητός στόχος και όλο το βράδυ τον σημάδευα και τον πυροβολούσα) και τον άλλον, τον Μουστάκα (που θα πεθάνω και ακόμα θα παίζει στον ΘΟΚ), τον πολύ... λίγο Τσιολή που ό,τι και να παίξει δεν μπορεί να πετάξει τις ‘Τηλεαφιερώσεις’ του Σίγμα από πάνω του, αλλά και τον εκνευριστικό Φώτη Γεωργίδη που αδυνατεί να καλαμαρίσει επαρκώς και μουντζουρώνει την παράσταση μετατρέποντας την σε επεισόδιο από το fakatetous. 

Παραδόξως, ο Μαρτάς και η Δημητρίου που καλούνταν να βγάλουν το φίδι απ' την τρύπα ήταν ίσως οι καλύτεροι. Α, ναι! Και ο Καζάκας με εξέπληξε ευχάριστα, αλλά είχε και τον καλύτερο ρόλο. Δεν μπορούσε να πάει λάθος ο ρόλος του Χρόνη Εξαρχάκου. Και να μην τον βλέπεις μπροστά σου, μόνο που τον θυμάσαι, σκας στο γέλιο.

Η παράσταση πάντως είχε αρκετές αρετές. Κατ’ αρχάς είχε ωραιότατα χορευτικά που μύριζαν Ελλάδα (έστω Δελφινάριο) από το χιλιόμετρο. Μη σου πω, αυτά κράτησαν όλη την παράσταση. Ήταν ένα μείγμα από Ciao ANT1, Your Face Sounds Familiar, Γιουροβίζιον, και ανάλογα ελλαδικά σόους. Ύστερα άνοιξα το πρόγραμμα και είδα ότι τα έστησε ο Μεταξόπουλος και επιβεβαιώθηκα. Επίσης, είχε ωραία, λειτουργικά σκηνικά που εξυπηρετούσαν έξυπνα τη δράση, ενώ πολύ προσεγμένα ήταν και τα κοστούμια, οι περούκες και γενικά το φροντιστήριο.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το αεράκι που φυσούσε εχθές στο κατάμεστο αμφιθέατρο, εμένα με χαλάρωσαν και με αφόπλισαν. Γιατί η αλήθεια να λέγεται, πήγαινα μανικωμένος με τη Μπρέντα να κανιβαλίσουμε την παράσταση και να φωνάξουμε ένα βροντερό «αίσχος» στο τέλος. Δεν το κάναμε. Εγώ τουλάχιστον. Μπορεί να έτριξαν λίγο τα κόκκαλα της μακαρίτισσας της Αλίκης, αλλά η νοσταλγία νίκησε κάθε διάθεση μου για επίκριση.


Καλά, το ότι το θέατρο ήταν κατάμεστο στο συγκεκριμένο έργο είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα που χρήζει κοινωνιολογικής ανάλυσης, αλλά ας μην χαλάσουμε τις καρδιές μας σαββατιάτικα. Ας θεωρήσουμε ότι όλοι αυτοί που έσπευσαν να το δουν επιζητούσαν κι αυτοί διακαώς μισή ανάσταση από το παλιό σπίτι της γιαγιάς τους, τις κασέττες και το βίντεο της, την παρουσία του πατέρα τους, την παλιά Ελλάδα που αγαπήσαμε και δυστυχώς δεν έχουμε.