Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2016

Έξω Κάνει Ψόφο

Το σημερινό κείμενο είναι γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο σε μια προσπάθεια επικοινωνίας με τον ευρύτερο πληθυσμό αυτής της χώρας. Μιας που σας γράφω στην κοινή ελληνική και δεν συνεννοούμαστε, ας σας τα γράψω στη διάλεκτο που, αν μη τι άλλο την προσαρμόσατε στα μέτρα σας και την κατανοείτε.

Εξηγείστε μου, ρε χωρκάτες, γιατί ανάβκετε το κινητό μες το σινεμά τζιαι παίζετε με τα σόσιαλ μίντια. Πόσην αναισθησία πιον;! Εν έκοψεν ο νους σας ότι η φωτεινότητα της οθόνης ενοχλεί; Έννεν δυνατόν. Φυσικά τζιαι έκοψε το ο νους σας. Αλλά στ’ αρχίδια σας, διότι μες τα μπουρδέλλα που εμεγαλώσατε, τούτον τον σεβασμό σας εδίδαξαν να δείχνετε στους υπόλοιπους μαλάκες που ήρταν να δουν την ταινία. Αν σηκωστεί κανένας που τη θέσην του τζιαι φέξει σας τον πάτσον την ώρα που θωρείτε το Facebook εννά φταίει; Οξά εννά φκείτε τζιαι που πάνω; Ρητορικόν το ερώτημαν. Εν κανεί που εν ηξέρετε να πείτε μισό συγγνώμη, διότι εκτός που ζώα είσαστεν τζιαι κομπλεξικοί να πάρετε την ευθύνη, έσιετε τζιαι υφάκι που σας εκάμαν παρατήρηση. Χωρκάτες, ψόφον!

Εξηγείστε μου ρε χωρκάτες, γιατί έσιετε το κινητόν ανοιχτό μες το θέατρο. Εκαταλάβατε ότι έσιει κόσμο που θέλει να ακούσει την παράσταση τζιαι να απορροφηθεί; Εν θέλουμε να ακούμε τα ringtones σας, ούτε μας κόφτει αν εν επείγον. Πραγματικά, το χωρκαθκιόν που σας δέρνει δεν σταματά να με εντυπωσιάζει. Τις προάλλες απάντησεν η κυράτσα το κινητό μες το θέατρο, σαν επαίζαν οι ηθοποιοί, τζιαι άρκεψεν τζιαι εδίαν οδηγίες της Φιλιπινέζας να ετοιμάσει κάτι ζεστό. Όταν το έκλεισεν τζιαι είπα της ότι μας ενοχλεί, η απάντηση ήταν: «σόρρι εν άρρωστο το μωρό μου τζιαι ερωτούσα αν ήθελεν τίποτε!» Αν εν άρρωστο το μωρό σου τζιαι εσύ είσιες ώρα να έρτεις να δεις την Μαντάμ Σουσού, ψόφα! Τζιαι εσύ, τζιαι οι φίλες σου που ύστερα ερωτούσαν σε, (πάλε εν ώραν παράστασης), αν εν καλά το μωρό.

Άχρηστοι, πανάχρηστοι, που νομίζετε ο κόσμος εν δικός σας, επειδή έτυχεν να γεννηθείτε σε χώρα με χλιαρή εφαρμογή του Νόμου. Νεύκω σας έξω που το Ντα Πάολο ότι δαμέ που επαρκάρετε εν θέση για ανάπηρους, τζιαι η μόνη σας αντίδραση ένει έναν ξερό «α, ναι;» Ναίξις τζιαι ξερός! Αλλά ούτε που σας κόφτει να το ταράξετε. Νεύκω σας ότι δαμέ που επαρκάρετε κλείετε την είσοδο της πολυκατοικίας τζιαι η απάντηση σας ένει «μισό λεπτό έννα κάμω στο περίπτερο». Μισή ναν’ η ώρα σας! Αλλά, άμαν παρκάρουν άλλοι μπροστά που το χωρκατόσπιτό σας, ξέρετε να μου βάλλετε ταπέλλαν τύπου «no parking». Σαν να τζιαι ο δρόμος εν δικός σας τζιαι όι δημόσιος. Εξαιρετική αντίληψη του τι εν δικό μου τζιαι του τι εν δημόσιο. Ψόφο!

Για να μεν αρκέψω για το κάπνισμα μες τα κλαμπ, τα μπαρ τζιαι τα εστιατόρια. Που λαλείς της άλλης, «μεν φυσάς τον καπνό μες τα μούτρα μου», τζιαι ζαοθωρεί σε. Αντί να νιώσει άσιημα που παρανομεί, καραμουτσιάζει τη φάτσα της, επειδή ετόλμησες να της πεις να φυσά που την άλλην. Ως πριν είκοσι χρόνια εν εξέρατε ίντα μπου εν η αποτρίχωση, τωρά νομίζετε εγίνατε τζιαι γκόμενες. Ψόφο!

Κουρπάτσιην τζιαι βασανιστήρια μόνον!


Ωραία. Και τώρα που τα είπα και ξεθύμανα, καλό σαββατοκύριακο. 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016

Χιονισμένη Επέτειος

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ωραιότερο σαββατοκύριακο για να περάσουμε την πρώτη μας επέτειο.

Τσουβαλιάσαμε ένα μάτσο καλούς φίλους εκ της θεατρικής ομάδος και πήραμε τα βουνά. Εγκλειστήκαμε και εγκλωβιστήκαμε μέσα σε μία υπέροχη έπαυλη εξ αιτίας του χιονιά, και το μόνο που κάναμε ήταν να τρώμε, να πίνουμε και να συσφίγγουμε περαιτέρω τις σχέσεις μας, οι οποίες όπως έχω ξαναπεί βρίσκονται ένα βήμα πριν τη συγγένεια, για να μην πω την αιμομιξία.



Όταν ξύπνησα το πρωί της Κυριακής στις 7:00 και αντίκρισα τα όρη και τα παραρά χιονισμένα, αγαλλίασε η ψυχή μου. Τόσο που δεν μου πήγαινε να ξανακοιμηθώ, έκατσα και χάζευα τη χιονόπτωση για ώρες. Ευχόμουν να στοιβάξει κι άλλο, ώστε να αναγκαστούμε να παραμείνουμε κι άλλες μέρες εκεί πάνω, ξεκομμένοι από παντός είδους ενόχληση. Δυστυχώς μέχρι το μεσημέρι το χιόνι έλιωσε, αλλά ευτυχώς οι δρόμοι άνοιξαν και έτσι κατάφεραν να μας επισκεφτούν οι θεατροκουμπάροι μας, οι οποίοι κατέφθασαν με εκπλήξεις.


Πόσο γλυκό εκ μέρους τους, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Μερικές στιγμές οι φίλοι μας χαίρονται περισσότερο από εμάς που μας βλέπουν μαζί.

Κανονικά στην πρώτη μας επέτειο λογαριάζαμε να ταξιδέψουμε στη Ρώμη. Το ακυρώσαμε όμως, κυρίως γιατί με τους Τζιχαντιστές να αλωνίζουν, τα κάναμε ολίγον τι επάνω μας. Λυπηρό, το ξέρω. Εν τέλει πιστεύω ότι περάσαμε καλύτερα στην Κύπρο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, και αντιλαμβάνεσαι ότι για να το δηλώνω ευθαρσώς εγώ αυτό, η όλη φάση ήταν κάτι παραπάνω από τέλεια.

Και του χρόνου!

Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2016

365 Μέρες Γάμου

Και να που αισίως κλείσαμε ένα χρόνο γάμου. 

Δεν μπορείς να πεις, αν και δεν είναι πολύς καιρός, είναι περισσότερος από πολλούς γάμους που γνωρίζω, που διαλύθηκαν στον μήνα επάνω. Συγχαρητήρια μας λοιπόν. 

Ο γάμος δεν είναι εύκολη υπόθεση, φίλε μου, άκου να μαθαίνεις, είναι ολόκληρη επιστήμη. Γι αυτό και αν δεν τον αντιμετωπίσεις ως ένα διαγώνισμα, θα πατώσεις γρήγορα. Προσωπικά, κατέληξα ότι μοίαζει με τη γεωπονία. Ο γάμος είναι ένα δέντρο που φύτεψες και πρέπει να το φροντίσεις για να ριζώσει, να μεγαλώσει, να ανθίσει και να καρποφορήσει. Και για να πετύχουν όλα αυτά, θέλει τσάπα, θέλει λίπασμα το χώμα, θέλει πότισμα, θέλει βέργες για να το υποστηρίξουν όταν θα αρχίσει να φυτρώνει, θέλει ψέκασμα από τα ζιζάνια (βλέπε οικογένειες και σόγια), θέλει κλάδεμα όταν κάποια κλαδιά του θα ξηραίνονται, θέλει γενικά πολλή προσπάθεια. Μα όταν γίνουν όλα αυτά και στρώσει, καρποφορήσει και φυλλώσει, θα κάθεσαι κάτω από τη σκιά του απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του και θα είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη. 

Εννοείται πως θα έρθει και η καταιγίδα, εννοείται πως η βροχή και το χαλάζι θα σπάσουν κλαδιά, θα αχρηστέψουν καρπούς, αλλά και αυτό μέρος του παιχνιδιού είναι. Το πολύ να καταστραφεί μια σοδειά. Και τι έγινε; Θα βγούμε στο τρακτέρ να πάμε έξω από το Προεδρικό; Όχι δα, αν μπήκαν σωστές βάσεις θα ανακάμψουμε και όλα καλά. 

Εν ολίγοις, αυτό είναι ο γάμος. Ένα δέντρο. Αν το θες το φροντίζεις και το χαίρεσαι, αν βαριέσαι περιμένεις να ανθίσει μόνο του και στο τέλος καταλήγεις να ψάχνεις αλλού πορτοκαλιές...

Αρκετά όμως με τη φιλοσοφία του πράγματος. 

Μπρέντα μου σε αγαπώ. 

Και αν υπάρχουν φορές που θέλω απλά να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια, ξέρεις πολύ καλά πως οι φορές που θέλω να σε πνίξω στα φιλιά είναι πολύ περισσότερες. Δηλώνω ευγνώμων για όσα ζήσαμε μαζί κοιτώντας τη βιντεογραφία μας και ονειρεύομαι ήδη τα επόμενα, που σου υπόσχομαι πως θα τα έχεις. Μέρα που είναι όμως, ας βγούμε όλοι στα μπαλκόνια να τραγουδήσουμε. 



Αβάντι μαέστρο!


Τρίτη, Ιανουαρίου 19, 2016

36.000 Πόδια

Να έχω απ’ τη μια μεριά τον πεθαμένο, απ’ την άλλη το μωρό με τις μίξες να κλαίει. Να μην μ’ αφήνουν να σηκωθώ απ’ την καρέκλα και μετά να φταίω εγώ που κάηκε η άχρηστη, η αεροσυνοδός.

Άκου να σου πω. Ξινό μου βγήκε το ταξίδι στην Ελλάδα. Να πρέπει να παραστώ σε γάμο ενός φίλου που έχω να τον δω από το Πανεπιστήμιο, και να σπεύδω να τον ξεπετάξω αμάν-αμάν γιατί κι εκείνος είχε έρθει στον δικό μου. Επιβιβάζομαι με τα απολύτως απαραίτητα και με το κοστούμι το καλό παραμάσχαλα, μην τυχόν και τσαλακωθεί. Κάθομαι σε κεντρική θέση, παρόλο που ζήτησα διάδρομο για να απλώνω τα πόδια μου, και αίφνης συνειδητοποιώ πως εξ αριστερών κάθεται μία νεαρή μητέρα με βρέφος, και εκ δεξιών ένας παππούς περί των εβδομήντα χρόνων, που για να δεήσει να κάτσει και να τακτοποιηθεί χρειάστηκε είκοσι λεπτά – το μίνιμουμ.

Κι αφού έσωσε και προσδέθηκε, έκρινε αναγκαίο όπως ρίξει έναν υπνάκο γιατί «φοβάμαι λίγο την απογείωση, μου προκαλεί αναγούλες και σε συνδυασμό με το χάπι μου έρχονται ξινίλες».

Περιττό να δηλώσω ότι στο πρώτο μισάωρο της πτήσης βρισκόμουν εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ένα μωρό που έσκουζε λες και το σφάζανε και έναν παππού που κοιμόταν με το κεφάλι να κλίνει στον ώμο μου, με το στόμα του ανοιχτό και το χνώτο του να ζέχνει. Εγώ στη μέση, ακίνητος και εμβρόντητος, να μην ξέρω τι σιχαίνομαι περισσότερο. Τα σάλια του γέρου ή τα σάλια του μωρού; Υπομονή, μία ώρα απέχει η καταραμένη η Αθήνα, πού θα πάει, θα φτάσουμε.

Πέρασαν και σέρβιραν. Και το ληγμένο το κρουασάν, και τον κατουρημένο τον καφέ, και το σκουληκιασμένο το μπισκότο. Μας ρώτησαν αν θέλουμε τσάι, να λείπει, δεν ήπιαμε τίποτα. Τον γέρο από τον ώμο μου ας πάρει κάποιος και μία ένεση για το μωρό, να σκάσει.

Προσδεθείτε να κατεβαίνουμε σιγά, σιγά είπε ο πιλότος. «Παπά, τη ζώνη σου» λέει ένας κύριος που καθόταν από πίσω μου και έσπρωξε ελαφρώς τον παππού για να τον ξυπνήσει. Ο γέρος έγειρε μπροστά και κουτούλησε στο πτυσσόμενο τραπεζάκι. Το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη στο μπροστινό κάθισμα και βούτηξε ολόκληρο στο κενό ανάμεσα στα πόδια του.

Σηκώνομαι πάνω λες και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα: «Παναγία μου!» Δεν είπα τίποτε παραπάνω. Ακολούθησαν φωνές, πανικός, κακαρίσματα στα πέριξ. Ένας νεκρός στα 36.000 πόδια! Ποιος είδε τον γιο του και δεν τον φοβήθηκε. Και πού να το καταλάβω εγώ μεσιέ πως ο πατέρας σου αποδήμησε εις Κύριον; Και κυρίως αποδήμησε ενόσω στηριζόταν επάνω στον ώμο μου; «Παπά, μίλα μου! Παπά μιλώ σου!» ο γιος του να τρέμει, ο πατέρας του ατάραχος, εγώ να σκέφτομαι «άσε τον παπά, και φέρτε έναν παπά!» Το βρέφος δίπλα να κλαίει πιο δυνατά, λες και καταλάβαινε τι συνέβαινε. Ο πιλότος να ρωτά αν υπάρχει γιατρός στο αεροπλάνο, η κυρία στη δίπλα σειρά να ρωτά αν μπορεί να πληρώσει το ουίσκι με κάρτα.

Εγώ να συνεχίζω να είμαι σοκαρισμένος και όρθιος. Είχα μαζέψει όλα μου τα υπάρχοντα, εφημερίδες, περιοδικά, ipad, ipod, ώστε να μην έρθουν σε περαιτέρω επαφή με το πτώμα. Τα τύλιξα άτσαλα στα χέρια μου. Φυσικά, ήμουν ο τελευταίος που απασχολούσε το πλήρωμα. Άρχισα να απορώ πότε θα φιλοτιμούνταν να μαζέψουν τον παππού και να τον πάνε κάπου απόμερα. «Πού ακριβώς να τον πάμε, κύριέ μου, βλέπετε να έχουμε χώρο; Καθίστε για την προσγείωση παρακαλώ!» «Δεν έχετε κάποιο μέρος που πάτε τα πτώματα; Συνεχίζουν να θεωρούνται επιβάτες σαν να μην συνέβη τίποτε;» Ο γιος του παππού είχε βγάλει κινητό και μιλούσε με Λευκωσία, εν πτήσει. Ρωτούσε αν είχε πιει τα χάπια του το πρωί. «Ήπιεν τα! Ήπιεν τα τζιαι εφέραν του ξινίλες, είπεν μου το εμένα» του είπα. Ούτε που μου έδωσε σημασία.

«Κύριε καθίστε, προσγειωνόμαστε, θα επιληφθούμε του θέματος στην Αθήνα» μου είπε ξανά η αεροσυνοδός που έμοιαζε να έχει βγάλει φλύκταινες από το άγχος. Κάτσε εσύ κυρά μου, άμα αντέχεις. Εγώ εδώ δεν κάθομαι, δίπλα από έναν πεθαμένο και ένα μωρό που θα είναι επίσης σύντομα πεθαμένο αν δεν το μαζέψει η μάνα του. «Καθίστε, δεν έχω άλλη θέση να σας δώσω». Σήκωσα το δίμετρο πόδι μου, το πέρασα πάνω από το κεφάλι του πεθαμένου και απεγκλωβίστηκα. Έγνεψα από μακριά σε μια άλλη αεροσυνοδό να πλησιάσει να βγάλουμε άκρη. Μου γνέφει πίσω «κάτσε τώρα κάτω, γιατί πολλά μας ήρθαν μαζεμένα», μα την αγνόησα. Πλησιάζω προς το μέρος της, να της εξηγήσω ότι δεν προτίθεμαι να κάτσω δίπλα από το πτώμα, αντιθέτως, θα ζητήσω αποζημίωση για όλη αυτή την ψυχική οδύνη που πέρασα από την ώρα που επιβιβάστηκα.

Καθώς διέσχιζα τον διάδρομο, το αεροπλάνο έκλινε προς τα αριστερά για την προσγείωση. Σκόνταψα πάνω σε μία προεξοχή και χτύπησα πάνω στο τρόλεϊ της αεροσυνοδού. Από το χτύπημα χύθηκε πάνω της ο ζεματιστός καφές. «Αααα! Καθίστε κάτω κύριέ μου, με κάψατε!» μου είπε, με το πιο αυταρχικό βλέμμα που μπορείς να φανταστείς.

«Άτε ασσιχτίρ, μαλακισμένη!»


Της είπα και το ευχαριστήθηκα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 15, 2016

May The Force Be With Me

Δεν φαντάζεσαι πόσο στεναχωριέμαι που όλον αυτόν τον χαμό που γίνεται σήμερα με τα Star Wars εγώ δεν μπορώ να τον εκτιμήσω, ούτε να τον ενστερνιστώ.

Παρόλο που έχω πάθος με οτιδήποτε στιγμάτισε τη δεκαετία του ’80 και παθιάζομαι με οτιδήποτε χαρακτήρισε την παιδική μου ηλικία, αυτή η σειρά ταινιών δεν αποτελεί κομμάτι της ποπ κουλτούρας μου. Παθιάζομαι με τις Γιουροβίζιον, έχω σχεδόν απομνημονεύσει τις κάρτες βαθμολογίας όλων των διαγωνισμών που παρακολούθησα εν ζωή, παθιάζομαι με τα Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα και τα αναβιώνω ακόμα και στις διακοπές μου υποχρεώνοντας τους φίλους μου να συμμετάσχουν σε αυτοσχέδιες ιδέες. Έχω συγκινηθεί με την επιστροφή των Muppets στην τηλεόραση και τα παρακολουθώ φανατικά, έχω συμπληρώσει ολόκληρη συλλογή από Στρουμφάκια τιμής ένεκεν, μη θυμηθώ τα βαρέλια που είχα με δεκάδες X-Men heroes και το Skull Castle... Γενικά είμαι ένα κινητό μπαούλο από αναμνήσεις του ’80, μα παρόλα αυτά, τα Star Wars ουδέποτε τα πήρα σοβαρά. Τι λέω; Ούτε καν τα είδα.

Το μόνο που θυμάμαι από τις συγκεκριμένες ταινίες είναι ότι υπήρχε ένα χρυσό ρομπότ που στη δεκαετία του 80 έπαιξε και σε μια διαφήμιση απορρυπαντικού, αν δεν κάνω λάθος. Τίποτε άλλο. Το folder του εγκεφάλου μου δεν περιέχει τίποτε άλλο σχετικό. 

Όσες φορές επισκέφτηκα τη Ντίσνεϊλαντ, είτε στο Παρίσι, είτε στην Αμερική τα τίμησα και με το παραπάνω. Ένας εκ των κουμπάρων μου έχει ψύχωση μαζί τους και ολόκληρη βιτρίνα στο σπίτι του γεμάτη από μινιατούρες – παιχνίδια. Εγώ τίποτε. Κανένας επηρεασμός. Γιατί; 

Μία φίλη μου έφερε σήμερα μία τσάντα με τα DVD όλης της σειράς μπας και περιμαζέψω τα ασσυμάζευτα και πεθάνω με ολίγη αξιοπρέπεια. Μου εξήγησε ότι πρέπει να τα δω ετεροχρονισμένα, από το IV προς το VI και ακολούθως από το I στο III, όπως ακριβώς δηλαδή είχαν προβληθεί και στο σινεμά, και προσευχόμαστε όλοι ότι θα με απορροφήσουν και θα αντιληφθώ τουλάχιστον προς τι τόσος χαμός. Διότι δεν γίνεται, μπορεί να μην τρελαίνομαι για ταινίες επιστημονικής φαντασίας, αλλά για να προκαλείται όλο αυτό το παγκόσμιο ντελίριο, κάτι καλό συμβαίνει ή μάλλον συνέβη.


Αυτό που φοβάμαι, όμως, είναι μην τυχόν και το βαρεθώ. Γιατί γνωρίζω από πρώτο χέρι ότι αν κάτι δεν σε παραπέμπει στην παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις της, αν κάτι δεν σε μαγνήτισε το σωστό καιρό, δεν μπορεί να αναπληρωθεί αναδρομικά. Τέλος πάντων, θα το δοκιμάσουμε και may the force be with me, ή όπως εμένα μου ταιριάζει καλύτερα, «ο Θεός να με ελεήσει». 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2016

Περμανάντ - Συνέχεια

Θυμάστε κάτι ένδοξες εποχές περί του 2012, που ασχολούμασταν ανελλιπώς με Χριστόφια και Πραξούλα Αντωνιάδου και ήμασταν όλοι μια κωμικοτραγική παρέα; Ε, μετά το τέλος εκείνου του σήριαλ, πέσαμε σε κατάθλιψη. Και δικαίως. Πού θα βρίσκαμε καραγκιόζηδες τέτοιας εμβέλειας ώστε να ξαναζήσουμε επικά μεγαλεία; Κι όμως, να που ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη. Η βουλευτής του ΔΗΚΟ, και από τούδε και στο εξής προσωπική αγαπημένη ετούτου εδώ του μπλογκ, η κυρία Κυριακίδου, με τις δηλώσεις της περί κομμωτηρίου έδωσε νέα ώθηση στον όρο love to hate you.

Βγήκε ένα νέο βίντεο στη δημοσιότητα, μέσω της εκπομπής της Λαμπίρη στην Αθήνα (αντιλαμβάνεσαι ότι τα ελλαδικά media βρήκαν νέα Έφη Θώδη να ασχολούνται), το οποίο είναι θησαυρός. Στο παραθέτω στο τέλος της ανάρτησης. Παρόλα αυτά, ας σχολιάσουμε μερικά αγαπημένα σημεία μαζί.

Κατ’ αρχάς, την αχρηστία των εν Ελλάδι δημοσιογράφων η οποία κοντράρεται άνετα με αυτήν των δικών μας. Για δείτε ορθογραφία:



«Αυθορμητισμός» γραμμένος με ιώτα στον υπότιτλο. Τώρα θα μου πεις, η κυρία Κυριακίδου προέφερε τη λέξη ούτως ή άλλως λάθος, «αυτορμητισμός» πριν το διορθώσει, οπότε ας προσπεράσουμε την ανορθογραφία. Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις...


«Μία Καρναβαλιστική Συμπεριφορά» - αντί για «καννιβαλιστική». Χμ, δεδομένου ότι το πιο σπουδαίο πολιτιστικό της Λεμεσού θεωρείται το καρναβάλι, μπορεί το λάθος να ήταν εντέλει σωστό. Η λέξη ‘bullying’ επίσης γραμμένη λάθος, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας, ποτέ δεν ήταν το φόρτε των Ελλαδιτών τα Αγγλικά. Επίσης, λατρεμένη λεπτομέρεια στο ντεκόρ: ο πορσελάνινος Βούδας στο φόντο. Τόσο 80ς!

Η κυρία Κυριακίδου θεωρεί ότι έπεσε θύμα εκφοβισμού εξ αιτίας των δηλώσεών της. Θα συμφωνήσω. Είπε εκεί μια επιπολαιότητα εν τη ρύμη του λόγου και πέσαμε να την φάμε, λες και υπάρχει περίπτωση να πιστέψει κανείς ότι αυτή της η κόμμωση είναι προϊόν επαγγελματικής εργασίας. Αλλά, ως πολιτικός θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ο κόσμος λατρεύει να σου θέτει τρικλοποδιές όταν του σερβίρεις τόσο εύκολα στο πιάτο δηλώσεις τέτοιου περιεχομένου.





Το αποκορύφωμα βέβαια, είναι όταν δηλώνει πως γνωρίζει τι πάει να πει φτώχεια καθότι προέρχεται από οικογένεια έξι παιδιών, (κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μουσική επένδυση το «λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» στο βίντεο. Πολύ κακώς δεν το προέβλεψαν). Επίσης αναφέρει ότι ο πατέρας της ήταν εργάτης. Ω, τι μπανάλ να θεωρείς ότι επειδή ο πατέρας σου είχε ταπεινή καταγωγή (αλήθεια και ποιος δεν έχει ταπεινή καταγωγή στην Κύπρο;), η συναισθηματική σου νοημοσύνη είναι αρκούντως αναπτυγμένη ώστε να συμμεριστείς τον πόνο του λαού που εκπροσωπείς. Όπως και να ‘χει, υπάρχει κόσμος που συγκινείται από κάτι τέτοια. Και ψηφίζει. Και επειδή εμένα συνεχίζουν να με εκπλήσσουν είπα να το παραθέσω κι εδώ.

Επανέλαβε και κάτι άλλο, το τραγικότερο όλων: Ότι αν δεν πάει στον γάμο που την κάλεσαν οι εκάστοτε γονείς της νύφης θα στεναχωρηθούν που δεν τους τίμησε με την παρουσία της. Δεν ξέρω ποιο είναι χειρότερο. Το ότι είναι κάτι που ισχύει ή που το παραδέχεται τόσο απενεχοποιημένα;

Δευτέρα, Ιανουαρίου 11, 2016

Ιδιαίτερα Μαθήματα

Ας πούμε ότι παθαίνω απανωτά εγκεφαλικά αναλογιζόμενος τον τρόπο που με έχουν αντιμετωπίσει κατά καιρούς διάφοροι καθηγητές και καθηγήτριες όταν είχα αποταθεί κοντά τους για ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών και όχι μόνο. Αφορμή για το σημερινό κείμενο στάθηκε η συμπεριφορά μίας καθηγήτριας στην οποία αποτάθηκα τελευταίως για ιδιαίτερα μαθήματα Ισπανικών (Ναι, θέλω να τα ξαναρχίσω τώρα που ξεμπέρδεψα από τα θέατρα). Έκλεισα ραντεβού την περασμένη εβδομάδα μαζί της και της ξεκαθάρισα ότι θέλω να κάνουμε σοβαρή δουλειά γιατί σκοπεύω τον Μάιο να περάσω το nivel avanzado, και απαιτώ αυστηρή προετοιμασία και εντατικά μαθήματα. Αυτή συμφώνησε, όμως πριν προλάβουμε καν να κάνουμε το πρώτο μάθημα μου το ακύρωσε μέσω γραπτού μηνύματος στο οποίο απλά έγραψε «δεν μπορώ να κάνουμε σήμερα μάθημα, κάτι μου έτυχε».

Δεν ξέρω αν φταίει η νοοτροπία που υιοθέτησα στα αγγλικά πανεπιστήμια αλλά αυτό για μένα είναι casus belli. Ο ορισμός του ερασιτεχνισμού! Τι πάει να πει κάτι σου έτυχε κυρία μου; Σου είχα εξηγήσει ότι θέλω να το πάρουμε σοβαρά και ότι στοχεύω ψηλά. Αν δεν πέθανε η μάνα σου ή ο πατέρας σου, δεν δικαιολογείται να μου ακυρώνεις το μάθημα κατ’ αυτόν τον τρόπο και ειδικά, χωρίς να μου γράφεις πότε σκοπεύεις να μου το αναπληρώσεις. Πόσο μάλλον όταν αυτό το μάθημα είναι και το πρώτο μας μάθημα. Επαγγελματισμός, μηδέν.

Θα μπορούσα να σου γράψω βιβλίο ολόκληρο σχετικά με τις εμπειρίες από τα διάφορα φροντιστήρια. Όταν ήμουν στο Λύκειο, δεκάξι χρονών, πήγαινα ιδιαίτερα σε έναν μαθηματικό στον Άγιο Δομέτιο, ο οποίος χούφτωνε μπροστά μου μία συμμαθήτριά μου την ώρα που αυτή έλυνε ολοκληρώματα στον πίνακα. Ήταν διακριτικό το χούφτωμα, αλλά δεν έπαυε να ήταν χούφτωμα στον κώλο. Θυμάμαι ότι είχα μείνει άναυδος με το θράσος με το οποίο της ζουλούσε τον κώλο, αλλά ταυτόχρονα ήταν και λίγο κάβλα. Καθηγητής και μαθήτρια, τι άλλο θέλεις; Η συμμαθήτρια δεν είχε αντιδράσει, και αν κρίνω από το γεγονός ότι συνέχισε τις τάξεις μαζί του, μάλλον δεν αντιλήφθηκε τις προθέσεις του. Ή αν τις αντιλήφθηκε, ντράπηκε και τις προσπέρασε. Πάντως, ο συγκεκριμένος, λίγα χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε γραπτώς για άσεμνη επίθεση σε (άλλη) μαθήτρια και είχε γίνει μεγάλο σούσουρο στο Λύκειο όπου δίδασκε.

Επίσης, όταν ήμουν Τρίτη λυκείου, λίγο πριν δώσω εξετάσεις για τα ΑΕΙ Ελλάδος, ένας καθηγητής φυσικής μου πέταξε το μολύβι στο κεφάλι επειδή «πόση ώρα να κάνεις μια διαίρεση από μέσα σου;» Βαρέθηκε, ο κύριος, να με περιμένει να διαιρέσω μία ώρα. Είχε φαίνεται κι άλλες δουλειές, δεν μπορούσε να περιμένει. Και συνέχισε σε επιθετικό τόνο: «Αν δυσκολεύεσαι παράτα την ιατρική και δώσε για Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές, έχει ένα εκατομμύριο επιλογές». Εννοείται διέκοψα τα μαθήματα κοντά του την ίδια στιγμή και ησυχάσαμε και οι δύο μας. Αυτά βέβαια τα υπέμενα στην εφηβεία μου, καθότι ως έφηβος πιο πολύ σε καίει να περάσεις την πίστα στην ηλεκτρονική κονσόλα που παίζεις τα βιντεοπαιχνίδια σου, παρά το αν σου επετέθη ο καθηγητής.

Στην ενήλική μου ζωή όμως, να ανέχομαι ερασιτεχνισμούς από καθηγητές, οι οποίοι μάλιστα ολόχρονα κλαίγονται πως είναι πεσμένες οι δουλειές τους, ποτέ των ποτών.

Πριν λίγα χρόνια είχα γραφτεί σε μία κυρία, συμπαθέστατη δεν λέω, η οποία όμως την ώρα του μαθήματος μου εκθείαζε τα κατορθώματα της κόρης της στο πανεπιστήμιο. Τρώγαμε είκοσι λεπτά κάθε φορά για να μου πει πώς τα πήγε η κόρη της στο τάδε μάθημα και πόσα έγραψε στο δείνα. Και όλα αυτά, βέβαια, στα ελληνικά. Ούτε καν να μου τα πει στα Ισπανικά, να μαθαίνουμε και τίποτα παρεμπιπτόντως. Την παράτησα, της κακοφάνηκε.

Σε μία άλλη που γράφτηκα τον επόμενο χρόνο, είχαμε πάνω κάτω τα ίδια. Μετά από λίγο καιρό, όταν «μου πήρε τον αέρα», άρχισε να μου εξηγεί τις πολιτικές της πεποιθήσεις, να μου ξεδιπλώνει το όραμά της για λύση του Κυπριακού και όλα αυτά εις άπταιστα ελληνικά. Αμάν έκανα να την πείσω να μου μιλά τουλάχιστον στα Ισπανικά ώστε να μου κολλά και καμιά λέξη ανάλογου λεξιλογίου, μα τίποτα.

Μην στα πολυλογώ, τα τελευταία δέκα χρόνια άλλαξα πέντε διαφορετικούς καθηγητές και καθηγήτριες. Σε έναν άλλον που είχα πάει και στον οποίο ένα μόνο μάθημα άντεξα, κάθονταν όλοι οι μαθητές γύρω από την έδρα και λέγανε τα νέα τους επί μισή ώρα. Την άλλη μισή που απέμενε κάναμε λίγο μάθημα, έτσι για να δικαιολογήσουμε τα λεφτά που πληρώνουμε. Τα ίδια και με μία άλλη, την οποία μάλιστα διόρθωνα ο ίδιος, μιας και από ό, τι κατάλαβα τα δικά μου Ισπανικά ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τα δικά της.

Ένα δράμα! Και όπως προείπα, όταν ο καθηγητής «σε περιπαίζει» και είσαι έφηβος, ολίγον σε ενδιαφέρει. Αλλά να μας περιπαίζει και ως ενήλικες, πάει πολύ. Δυστυχώς, και το λέω αυτό ειλικρινά, αυτός ο ερασιτεχνισμός είναι ίδιον του κυπριακού DNA. Δεν πιστεύω ότι οποιοσδήποτε από τους πιο πάνω καθηγητές είχε πρόθεση να μου φάει λεφτά. Απλά, η αντίληψή τους για το τι πάει να πει μάθημα είναι ο χαβαλές. Δεν είναι δυνατόν να λέμε τα νέα μας, να σας παρακαλώ εγώ για επιπλέον ασκήσεις, να σας επιπλήττω επειδή δεν μου ομιλείτε στη γλώσσα που ήρθα να μάθω και στο τέλος να σας διορθώνω κιόλας.

Εννοείται ότι τις ελάχιστες φορές που κάποιος καθηγητής ενδιαφέρθηκε να μάθει γιατί τον παράτησα, αντέδρασε έντονα όταν του εξήγησα ότι δεν έμεινα ευχαριστημένος από τις υπηρεσίες του και ουδείς προβληματίστηκε από τα σχόλια και παρατηρήσεις μου. Μη σου πω ότι θα με αποκάλεσαν και τον περίεργο της υπόθεσης που απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία στο μάθημα.


Δεν θα πάει κανείς μπροστά σ’ αυτή τη χώρα. Και μη σώσουν και πάνε. Όλοι κλαίγονται ότι δεν έχουν δουλειά αλλά κανείς δεν παραδέχεται ότι με τόση αχρηστία, δεν θα έπρεπε να έχουν καν δουλειά. Μόνο επίδομα ανεργίας κι αυτό πετσοκομμένο. 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2016

Το Καλύτερο Μπλόγκινγκ Είναι Τώρα

Ξεφυλλίζοντας τον χθεσινό Τύπο ανακάλυψα και την πιο κάτω συνέντευξη, της επονομαζόμενης «Ελληνίδας» μπλόγκερ, η οποία αναπολεί τη χρυσή εποχή των μπλογκς περί το 2005 με 2007, όπου όλοι ήτο μία παρέα και έγραφαν τις ιστορίες τους, τα προσωπικά τους, χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή και χωρίς υψηλά τριγύρω να τους έχτισαν τείχη. Η συγκεκριμένη χρήστης έκλεισε το μπλογκ της όταν άρχισε να μετατρέπεται σε σταρ, όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της και όταν ανακάλυψαν το άθλημα και οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι, λέει, το χρησιμοποίησαν ως μέσο lifestyle κουτσομπολιού και το εκφύλισαν. Αξίζει να διαβάσεις τη συνέντευξη, (αν δηλαδή είναι ευανάγνωστη), γιατί θα νοσταλγήσεις κι εσύ εκείνες τις αθώες εποχές όπου έγραφες ό, τι ήθελες χωρίς να πέσουν να σε φάνε 10 βλάκες από κάτω υπό τη μάσκα της ανωνυμίας.



Μην χαλιέσαι αγαπητέ. Η καλύτερη εποχή για μπλόγκινγκ είναι τώρα. Τώρα που έκλεισαν όλα και έμειναν αυτοί που πραγματικά τη βρίσκουν με το γράψιμο. Εγώ όταν ξεκίνησα το 2006 να γράφω δεν περίμενα ποτέ να βρεθεί άνθρωπος να μου δώσει σημασία. Εξ ου και τα καλύτερα μου κείμενα τα έγραφα τότε, που ήξερα ότι δεν αφορώ κανέναν. Όταν έβλεπα από τα στατιστικά ότι κάποιος μπήκε και με διάβασε αναρωτιόμουν τι το ενδιαφέρον βρίσκουν στις ιστορίες μου και άρχισα να κουμπώνομαι. Ύστερα που το πράγμα διογκώθηκε και έφτασα να έχω μέχρι και 1000 κλικς τη μέρα, ναι μεν το πήρα απάνω μου, αλλά είχα να αντιμετωπίσω και τους γύφτους. Οπότε ήταν δώρον άδωρον. Διότι ο Έλληνας και δη ο Κύπριος, δεν αντέχουν να βλέπουν ότι έχεις το θάρρος της γνώμης σου.  

Εκείνη την εποχή μου είχε ζητήσει ένα σάιτ να αναδημοσιεύει τις αναρτήσεις μου. Ντρεπόμουν, γιατί έγραφα και πολλά προσωπικά θέματα, όπως και τώρα βέβαια, αλλά είπα το ναι διότι για να λέμε την αλήθεια κολακεύτηκα και σκέφτηκα ότι αφού αναδημοσιεύονται άλλοι – κατά τη γνώμη μου πολύ χειρότεροι- γιατί όχι κι εγώ; Δεν τόλμησα ποτέ να επισκεφτώ εκείνο το σάιτ και να διαβάσω τις αναδημοσιεύσεις. Όταν το έκανα πολλούς μήνες μετά, έφριξα από το βρισίδι που έτρωγα στα ανοιχτά σχόλια από κάτω από διάφορους άγνωστους. Δεν διαφωνούσαν για τις πολιτικές μου τοποθετήσεις, αν και φαντάζομαι και εκεί θα άκουγα τον εξάψαλμο, διαφωνούσαν ακόμα και για την κριτική μου σε κάποιο τραγούδι και έβριζαν.

Ό,τι συμβαίνει και στο Youtube δηλαδή, κάτω από τα κλιπς των καλλιτεχνών. Μόνο που στη δική μου περίπτωση ούτε ο Ρέμος ήμουν, ούτε ο Χατζηγιάννης για να δέχομαι τόση παθιασμένη κριτική. Μία γνώμη ήμουν μέσα σε εκατομμύρια άλλες. Γιατί της δίνεις τόση σημασία; «Πουλάω και με πολεμάτε;» που έλεγε κάποτε και η Κορομηλά. Εν πάση περιπτώσει, ό, τι εκτίθεται κρίνεται, δεν διαφωνώ. Απλώς αναμένω ο κόσμος να έχει και ένα άλφα ένστικτο και να μπορεί να ψυχολογήσει το κείμενο πριν το κράξει. Δυστυχώς δεν το έχει. Εδώ λέμε τη λέξη «μαύρος» και θίγονται οι μαύροι. Λέμε τη λέξη «πουτάνα» και θίγονται οι πουτάνες. Ο μόνος τρόπος να είναι όλοι ευχαριστημένοι είναι να μην μιλά κανένας και να γράφουμε για το γατάκι που μας το πάτησε το αυτοκίνητο, ή για τον καφέ που χύσαμε στο τραπεζομάντιλο (true, boring, stories) και να μας λένε από κάτω οι φίλοι μας «τι κρίμα χρυσό μου!». Ε, δεν γίνεται.

Εν πάση περιπτώσει, χαίρομαι απίστευτα που τα μπλογκς θεωρούνται πλέον ντεμοντέ, πασσέ και ψόφια. Είναι το ίδιο με το να πηγαίνεις το καλοκαίρι να κολυμπήσεις στο Sunrise η ώρα 7:00 το απόγευμα που έφυγαν όλοι. Απολαμβάνεις τη θάλασσα και λες, ευχαριστώ Θεέ μου: Ησύχασε το κεφάλι μας! ΟΚ. προφανώς κάποια μπλογκς που αγαπούσα μου λείπουν, αλλά αυτά ήταν πέντε - έξι, όχι παραπάνω.

Προσωπικά, θα συνεχίσω να γράφω, επειδή γράφω από τα 15 μου (μη σου πω από πιο παλιά σε μια γραφομηχανή του παππού μου), κυρίως για να καλύψω δικές μου ανάγκες έκφρασης και ψυχοθεραπείας. Επειδή λατρεύω να βλέπω τα γράμματα να εμφανίζονται διαδοχικά στην οθόνη και να σχηματίζουν λέξεις, επειδή αγαπώ τον ήχο του πληκτρολογίου που κάνει κλικ – κλικ ανάλογα την πίεση που ασκούν επάνω του τα δάχτυλά μου και επειδή μ’ αρέσει να «παίζω» τον δημοσιογράφο. Όπως ήμασταν μικροί, που μαζευόμασταν στη γειτονιά και παίζαμε την «τηλεόραση» ή στο σχολείο που εκδίδαμε εφημεριδούλα με θέματα «Σκάνδαλο: Η κυρία Γεωργία τιμώρησε την επιμελήτρια επειδή έχασε τον σπόγγο» και νομίζαμε ότι είμαστε καμπόσοι.

Από τη στιγμή που το καταντήσαμε μέσο γνωριμιών (ελάτε να κλικώσουμε και να πιούμε το απόγευμα τον καφέ μας), από τη στιγμή που το καταντήσαμε μέσο ανέλιξης σε ένα δημοσιογραφικό οίκο (γράφω, γράφω ώσπου να με ανακαλύψει η City Press και να γίνω εναλλακτικός), ή μέσο εκφοβισμού και προπαγάνδας (μας πληρώνει το κόμμα εξ ου και οι πορδές που γράφουμε), το παιχνίδι χάθηκε. Και καλά να πάθετε όσοι το χάσατε.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, εγώ μέσα από τα μπλογκς έκανα καμιά δεκαριά φίλους και μάλιστα καλούς. Αλλά αυτοί ήταν άλλης πάστας, διόλου δεν συγκαταλέγονται στις πιο πάνω κατηγορίες.

Και για να κλείσουμε πιο ευχάριστα, τις προάλλες πέραν της συνέντευξης της «Ελληνίδας», βρήκα και το πιο κάτω σε ένα άλλο περιοδικό, δύο ωραιοτάτες δεσποινίδες με σαμπάνια και δίχρωμα μαλλιά, οι οποίες υπογράφονται ως: «Επιχειρηματίες – Μπλόγκερς». Όχι, δες και πες.




Είναι να μην χαίρεσαι που κλείνουν;

Σάββατο, Ιανουαρίου 02, 2016

2016

Είχα μια εξαιρετική πρωτοχρονιά, όμοια της οποίας δεν θυμάμαι από πότε είχα να ζήσω. Μπορεί από το 2004.

Και δεν έκανα τίποτα το σπουδαίο, απλά έδεσε ο κόσμος.

Πήγα με τους δικηγόρους/ηθοποιούς στο Πάτιο και έπινα, έπινα, έπινα, έπινα, που δεν με πείραξε καν που ο άθλιος DJ έπαιξε πέντε φορές το «τίκι-τάκα-τίκα-τακ» (παρεμπιπτόντως, ας πετάξει κάποιος στην καταπακτή αυτόν που έγραψε το εν λόγω τραγούδι. Το ακούσαμε, κάναμε την πλάκα μας, σώνει!). Τόσο πολύ ήπια που όταν σε κάποια φάση πήγα στην τουαλέτα και περίμενα να έρθει η σειρά μου, άνοιξε η πόρτα, βγήκε από μέσα μία κοπέλα ξανθιά και σκέφτηκα «κάπου την ξέρω εγώ αυτήν», ενώ επρόκειτο για φίλη απ’ την παρέα μας. Ευτυχώς κατούρησα και καθάρισε όλο το μυαλό από το αλκοόλ.

Πήγα σπίτι μου στις 6:00 το πρωί, πράγμα που επίσης είχε να συμβεί εδώ και δεκαετία. Δεν μπορείς να πεις, ξεπέρασε κάθε προσδοκία η νύχτα.

Μετά από έξι ώρες ύπνου σηκώθηκα και πήρα τα βουνά, τα οποία ήταν καταχιονισμένα και έκρυβαν όλο το κιτσαριό της κυπριακής υπαίθρου. Φαντασιωνόμουν ότι ανεβαίνω στο Λοές Λε Μπεν της Ελβετίας και ουδεμία αναγούλα μου προκλήθη. Συμφάγαμε στον Ληνό της Κακοπετριάς, μυρίσαμε καθαρό αέρα, βγάλαμε φωτογραφίες και γυρίσαμε στη Λευκωσία όπου πήραμε σβάρνα σπίτια συγγενών και φίλων για ευχές και βασιλόπιτα. Δεν κέρδισα το φλουρί. Το κέρδισε η Μπρέντα, το ίδιο είναι.

Η Πρωτοχρονιά για μένα, βασικά, ήταν ένα συνεχές 24ωρο με μια μικρή διακοπή για διαφημίσεις/ύπνο, η οποία έληξε χθες τα μεσάνυχτα. Κοιμήθηκα ένα 12ωρο και στάνιαρα. Σήμερα, πέραν του οικογενειακού φαγητού το μεσημέρι, η μέρα κηρύσσεται αργία και ησυχάζουμε. Πάντως, τονίζω ότι πέρασα καλά, δεν βαρέθηκα ούτε μισό λεπτό και για κάποιο περίεργο λόγο είμαι αισιόδοξος, αν και το 2016 είναι δίσεκτο. Δεν ξέρω τι είδους ξωτικό με μάγεψε και πέθανε μέσα μου ο γκρινιάρης, πάντως υπό φυσιολογικές συνθήκες τα πιο πάνω θα μου είχαν προκαλέσει εγκεφαλικό.




Καλή χρονιά να έχουμε. Γιατί μαζί θα την έχουμε, είναι κάθετο αυτό.