Κυριακή, Μαΐου 05, 2013

Φάση: Γαλάζιος Δούναβης


Χρόνια πολλά, Καλό Πάσχα, Καλά Ξεμπερδέματα και Καλά Καθούμενα.

Ήμουν στη Βουδαπέστη καθ’ όλη τη διάρκεια της Μ. Εβδομάδος και έχω να συνοψίσω τα εξής:

Θεωρώ τεράστια πολυτέλεια ότι ακόμα μπορώ, στα 33 μου, να πηγαίνω ταξίδια με τους κολλητούς μου και να συμπεριφερόμαστε ομαδικώς όπως όταν ήμασταν 17, στην εκδρομή του σχολείου στην Ελλάδα. Είναι απίστευτο το πώς μεταμορφωνόμαστε από «επαγγελματίες» και «οικογενειάρχες soon to be» σε ανώριμα αγόρια που γελούν με άκομψα αστεία, καταπατούν όλο το political correctness τους και εκφράζονται πιο άγαρμπα και από έφηβους της πρώτης Γυμνασίου. Σκέτη ευλογία.

Ομολογώ ότι είναι δύσκολη η συνύπαρξη μετά από τόσα χρόνια και δεν αποφεύγονται πάντα οι εκνευρισμοί και οι εντάσεις, μα έχουμε φτάσει σε τέτοια επίπεδα οικειότητας και αγάπης που όλα ξεπερνιόνται στο δεκάλεπτο. Προσωπικά σε αυτό το ταξίδι πέρασα από όλα τα ψυχολογικά στάδια: από το «ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή που τους γνώρισα» μέχρι το «πόσο τους λατρεύω». Ευτυχώς υπερνικά πάντα το δεύτερο.

Μην με ρωτήσεις για τη Βουδαπέστη, ελάχιστα ασχοληθήκαμε μαζί της. Σε όσα μουσεία καταδεχτήκαμε να πάμε βγήκαμε από μέσα κακήν κακώς, αλαλάζοντας διάφορα επιφωνήματα απαρέσκειας που παραπέμπουν σε άδοξο τέλος ποδοσφαιρικού αγώνα. Αναλωθήκαμε σε άπειρες βόλτες, καφέδες παρά τω Δούναβη, σε ποτά και ξενύχτια στα οποία πυροβολούσαμε ο ένας τον άλλον με δηλητηριώδεις ατάκες τις οποίες επαναλαμβάνουμε και γελούμε τρεις μέρες τώρα.

Όλες αυτές τις μέρες, μεταξύ άλλων:

Τις πέρασα με ένα ζευγάρι κάλτσες μόνο! Ξέχασα να πάρω μαζί μου περισσότερα και δεν θέλεις να ξέρεις πώς μύριζε το δωμάτιο όταν έβγαζα το παπούτσι.

Τις πρώτες δυο νύχτες δεν έκλεισα μάτι καθότι οι συγκάτοικοι ροχάλιζαν. Ένα βράδυ κατέβηκα στη ρεσεψιόν στις 5:30 το πρωί και κατέστησα σαφές στη ρεσέψιονιστ πως: «Είτε θα μου δώσεις επιπλέον δωμάτιο να πάω να ξεραθώ σαν άνθρωπος, είτε θα επιστρέψω με τα πόδια στην Κύπρο!» Δεν είχε κάτι διαθέσιμο δυστυχώς και αναγκάστηκα να υπομένω το μαρτύριο. Κι εγώ ροχαλίζω βεβαίως, αλλά επειδή αποκοιμάμαι πάντα τελευταίος τρώω το αγγούρι και μένω ξάγρυπνος.

Τώρα που είπα αγγούρι. Γνωρίσαμε μία Νορβηγίδα σε ένα κλαμπ, φοιτήτρια ιατρικής στη Βουδαπέστη και μπλα, μπλα, μπλα, ώσπου σε κάποια φάση άπλωσε τα κουλά της επάνω στις φέτες αγγουριών που είχαμε για το Τζιν μας. Καταβροχθίζοντάς τες μου είπε: “I love cucumbers! I just love eating cucumbers! I cannot get enough of them!” Πολύ άβολη στιγμή.

Στο ίδιο κλαμπ ήταν που είχαμε κάνει κράτηση, φορέσαμε και τα καλά μας, εισήλθαμε με αέρα και τουπέ χιλίων Κυπρίων μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι στο διπλανό τραπέζι, αντί για κοριτσοπαρέα πολλά υποσχόμενων Ουγγαρέζων δέσποζαν καμιά δεκαριά Ινδοί φακίρηδες (στο πιο πλυμένο ευτυχώς) των οποίων η παρουσία μας έβγαλε ξινό το κόρδωμα. Όχι πως πτοηθήκαμε ιδιαίτερα βεβαίως, βεβαίως, αλλά ένα ψιλό σοκ το περάσαμε, η αλήθεια να λέγεται.

Πήγαμε σε πολλά μπαρ και κλαμπ αυτές τις μέρες. Ένα απ’ αυτά ήταν σε κλειστή εσωτερική αυλή παλιού σπιτιού από την οποία κρεμόταν μια ντίσκο μπάλα γίγαντας. Γνωρίζεις την αδυναμία μου προς οτιδήποτε λάμπει (κι άστον Φοίβο και τον Σαίξπηρ που λένε πως δεν είναι χρυσός και πως μπορεί ναν’ αλλιώς). Όποτε βαριόμουν κοίταζα τις αντανακλάσεις στους τοίχους και περνούσε η ώρα μου. Περιττό να σου πω ότι τα τραγούδια ήταν τύπου nostalgia, δηλαδή γνωστά σουξέ των φοιτητικών μου ετών, οπότε περάσαμε όμορφα.

Θα σου πω και για τις Ουγγαρέζες, μην βιάζεσαι, λύσσαξες! Οι Ουγγαρέζες αγαπητέ,  είναι ένα σκέτο θαύμα ιδέσθαι, μία περίτρανη απόδειξη πως το «νησί της Αφροδίτης» μόνο ως αυτοσαρκασμός μπορεί να εκληφθεί για τα δικά μας σαθρά δεδομένα. Δεν υπάρχουν άσχημες Ουγγαρέζες. Κι αν υπάρχουν μερικές, σε αποζημιώνει η πλειοψηφία που κυμαίνεται άνω του 7 στα 10. Απορώ ποιοι θεοί τις έφεραν εδώ στη Γη, που τις βρήκαν τέτοιες ζάμπες, ποιος τους έπλασε βυζί! Πάνω απ’ όλα έχω να σχολιάσω την απουσία έπαρσης που προσθέτει πόντους τόσο στο πουλί μας, όσο και στην φήμη τους.

Από φαγητό, σκατά. Όλο κρέατα, κρέατα, κρέατα και κάτι ανάλογες παραδοσιακές σούπες ονόματι «Γκούλας», που μπορείς να υποθέσεις τη γεύση τους μόνο και μόνο από την προφορά του ονόματός τους. Είδα κι έπαθα να τραφώ, άστα να πάνε. Η αγορά τους επίσης τριτοκοσμική, με κομμουνιστικά κατάλοιπα διάχυτα παντού, να πεθάνει ο Χριστόφιας (δις). Τόσα μαγαζιά στο κέντρο κι όμως δεν βρήκα μισό πράμα ν’ αγοράσω. Καλύτερα θα μου πεις, έτσι κι αλλιώς ως του χρόνου θα είσαι άνεργος κι απένταρος… Πάντως, τρεις μέρες εκεί δεν ξόδεψα πάνω από €250 και δεν ήμουν καθόλου σφιχτοχέρης σημείωσε...

Θα μπορούσα άνετα να σπουδάσω εκεί, δεν θα ζούσα όμως για μόνιμα. Τα ουγγρικά είναι δύσκολη γλώσσα και ξενέρωτη. Δεν θα την άντεχα. Θα ξαναπήγαινα στη Βουδαπέστη πάντως, μου άφησε γενικότερα θετικές εντυπώσεις παρόλο που η κεντρική Ευρώπη δεν είναι και το φόρτε μου.

Δόξα τω Θεώ, πάει κι αυτό, προσδοκούμε τώρα τα επόμενα.


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Βουδαπέστη: Εδώ ΔΕΝ πουλάμε κάλτσες.

Anti-Christos είπε...

Χαχαχαχα! Άμα σου πω ότι εβαρκούμουν να μπω στη διαδικασία να ψάξω;!

Ανώνυμος είπε...

φίλε είμαι απο τους λατρεις της κεντρικής ευρώπης, αυτές είναι χώρες που σε εμπνέουν πολιτισμό, εντάξει εσύ πήγες αντροπαρεα οπότε λογικό να λιώσετε στα μπαρ, όμως όταν βραδιάζει το σκηνικό της βουδαπέστης είναι ανεπανάληπτο...όσο για την αγορά της σίγουρα υπερτερεί απο της κύπρου, είναι αρκετά καλή, εντάξει το κουμουνιστικό στοιχείο φαίνεται σε αρκετες φάσεις, όμως έχει και την σύγχρονη πλευρά της...και το φαγητό και τη σούπα όταν την μαθεις σου αρέσει!!! και αν δεν πηγες, την επομενη φορα να πας και στο lancelot!!! να σε παραπεμψω και σε ενα blog travelstories.gr οπου πριν πας καπου καλο ειναι να μπαινεις εκει να ενημερωνεσαι, η και να λες τα δικα σου σχολια
κωνσταντινος

Anti-Christos είπε...

@Κων/νος: Πήγαμε στο Λάνσελοτ και δεν μπορείς να φανταστείς την αναγούλα που ένιωσα όταν είδα το γουρούνι τεμαχισμένο στον ξύλινο δίσκο. Έφαγα τα φρουτάκια μου κι ησύχασα!

ΟΚ, η φωτισμένη Βουδαπέστη είναι πολύ όμορφη, αλλά στο περιβάλλον που ήμουν δεν μπορούσε να αναδειχτεί το μεγαλείο της στον σωστό βαθμό.